Ο κορυφαίος, για πολλούς, όλων των εποχών, έγραψε ιστορία κατακτώντας τον όγδοο τίτλο της καριέρας του στο Wimbledon, σε σύνολο 11 τελικών και είναι από χθες ο κορυφαίος όλων των εποχών στη διοργάνωση, αφήνοντας πίσω του τους Πιτ Σάμπρας και Γουίλιαμ Ρέινσοου με επτά τρόπαια ο καθένας.
Τρεις εβδομάδες πριν συμπληρώσει 36 χρόνια ζωής, ο Ελβετός πρωταθλητής νίκησε στον τελικό του center court στο All England Club τον Κροάτη, Μάριν Τσίλιτς, με 3-0 (6-3, 6-1, 6-4) και ύψωσε για άλλη μια φορά το κύπελλο στον ουρανό του Λονδίνου μετά το 2003, 2004, 2005, 2006, 2007, 2009, 2012, ενώ είχε συμμετάσχει και στους (χαμένους) τελικούς του 2008, του 2014 και του 2015.
Ο Φέντερερ πρόσθεσε στη μυθική συλλογή του τον 19ο Grand Slam τίτλο και δεύτερο για φέτος, μετά το Australian Open στη Μελβούρνη. Ταυτόχρονα, ο Φέντερερ έφτασε στο δεύτερο Grand Slam τίτλο της καριέρας του χωρίς απώλεια σετ, μετά τον εφετινό τίτλο στη μεγαλούπολη της Αυστραλίας, έγινε δε μόλις ο δεύτερος τενίστας που το επιτυγχάνει στο Wimbledon, μετά τον Μπγιορν Μποργκ το 1976.
Το 2017 αποδεικνύεται λοιπόν μια ονειρεμένη χρονιά για τον «βασιλιά», αφού ο χθεσινός ήταν ο πέμπτος τίτλος του μιας και είχαν προηγηθεί οι νίκες σε Indian Wells, Miami και Halle, πριν από μερικές εβδομάδες. Αγωνιστικά, ο τελικός δεν ήταν από εκείνους που θα ονομάζονταν αξέχαστοι. Ο Φέντερερ βρέθηκε σε εξαιρετική ημέρα, απέναντι σε έναν Τσίλιτς που δεν στάθηκε στο ύψος της περίστασης. Μόλις 1 ώρα και 41 λεπτά χρειάστηκε ο 36χρονος σταρ για να νικήσει τον Τσίλιτς και για πρώτη φορά στην καριέρα του κέρδισε το Wimbledon χωρίς να χάσει σετ. Άλλη μια φορά είχε κερδίσει Grand Slam χωρίς να χάσει σετ ο Ελβετός, πριν από 10 χρόνια, στο Australian Open του 2007. Ο Φέντερερ παρέμεινε αήττητος σε μεγάλες διοργανώσεις στην απίθανη σεζόν που διανύει, φτάνοντας το 25-0 νίκες σε Grand Slam ή Masters στο 2017. Συνολικά, έφτασε τους 93 τίτλους καριέρας, βελτιώνοντας το ρεκόρ του σε τελικούς στο 93-48. Έχει το 3ο καλύτερο ρεκόρ στην ιστορία της Open era, πίσω από τους 109 τίτλους του Τζίμι Κόνορς και τους 94 τίτλους του Ιβάν Λεντλ.
Στο γρασίδι σήκωσε το 17ο τρόπαιό του, αυξάνοντας κι άλλο τη διαφορά του από τους 10 τίτλους του Πιτ Σάμπρας, που παραμένει το 2ο καλύτερο ρεκόρ στην ιστορία, ενώ σήμερα επέστρεψε στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης, καθώς ανέβηκε στην τρίτη θέση, πίσω από τους Αντι Μάρεϊ και Ράφα Ναδάλ. Δικαιολογημένα δήλωσε απόλυτα ευτυχής για τη νέα (μεγάλη) επιτυχία του:
«Πέρσι δεν γνώριζα καν αν θα μπορούσα να ήμουν ξανά εδώ, να παίξω σε έναν τελικό. Ήταν δύσκολο για μένα όταν έχασα στους τελικούς του 2014 και του 2015 από τον Τζόκοβιτς. Πάντα πίστευα όμως πως μπορούσα να επιστρέψω και να το κάνω ξανά. Αν πιστεύεις στον εαυτό σου, μπορείς να φτάσεις πολύ μακριά γενικότερα στη ζωή και εγώ το έκανα αυτό. Συνέχισα να πιστεύω και να ονειρεύομαι και να ‘μαι εδώ ξανά, ο αριθμός οκτώ είναι φανταστικός.»
Γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου του 1981 στη Βασιλεία της Ελβετίας και είναι γιος Γερμανοελβετού και Νοτιοαφρικάνας. Μεγάλωσε στο προάστιο Μουνχενστάιν τής Βασιλείας, κοντά στα σύνορα της Ελβετίας με τη Γαλλία και με τη Γερμανία. Ως παιδί έπαιζε επίσης ποδόσφαιρο, και, πριν αποφασίσει να ακολουθήσει καριέρα στο τένις, ήθελε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Ο Φέντερερ ξεκίνησε να ασχολείται με το τένις στην ηλικία των έξι ετών, και σύντομα διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Το 1998 κέρδισε το Γουίμπλεντον στην κατηγορία των εφήβων, και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου έγινε επαγγελματίας. Το 1999 έκανε το ντεμπούτο του στην ελβετική ομάδα τού Davis Cup, εναντίον τής Ιταλίας, και τελείωσε τη χρονιά ως ο νεότερος μεταξύ των 100 κορυφαίων τής παγκόσμιας κατάταξης από την διεθνή ομοσπονδία. Το 2000 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς αγώνες τού Σίδνεϊ για την Ελβετία, φτάνοντας μέχρι τα ημιτελικά, όπου έχασε το ματς προς τη διεκδίκηση του χάλκινου μεταλλίου, από τον Γάλλο, Αρνό Ντι Πασκάλ. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον πρώτο του τελικό στη Μασσαλία, στον οποίο όμως έχασε από τον Mαρκ Ροσέ, αλλά και στα τουρνουά Grand Slam και Masters Series, που ακολούθησαν, δεν κατάφερε να κάνει εντύπωση στον κόσμο, αφού τελείωσε τη χρονιά 29ος στην παγκόσμια κατάταξη.
Το 2001 έφθασε στα προημιτελικά τού Wimbledon κερδίζοντας τον Πιτ Σάμπρας, 7 φορές πρωταθλητή του αγγλικού τουρνουά, νίκη που πολλοί θεωρούν σημείο-καμπή στην καριέρα του. Ολοκλήρωσε τη χρονιά 13ος στον κόσμο. Το 2002 έλαβε μέρος για πρώτη φορά σε τελικό Masters, στο Μαϊάμι, όπου έχασε από τον Αντρέ Αγκάσι. Κέρδισε ωστόσο τον επόμενο τελικό του στο Αμβούργο, καθώς και τα δύο ματς του στο Davis Cup στην κατηγορία απλό Ανδρών, απέναντι στους Ρώσους,.
Παρά τον γρήγορο αποκλεισμό του από τις επόμενες φάσεις των Rollan Garos, Us Open και Wimbledon, καθώς και τον αναπάντεχο, συντριπτικό χαμό τού προπονητή και μέντορά του Αυστραλού, Πίτερ Κάρτερ, τον Αύγουστο, σε αυτοκινητικό ατύχημα, μέχρι το τέλος τού χρόνου έφτασε στο No 6 της παγκόσμιας κατάταξης. Tο 2003 κατέκτησε για πρώτη φορά το Wimbledon.