Γράφει ο Ιπποκράτης Χατζηαγγελίδης
Κύριο θέμα συζητήσεως σε κοινωνικά δίκτυα και ιστολόγια η αυτοδυναμία της Ν.Δ. στις επερχόμενες εκλογές. Η επιχειρηματολογία κατά της απλής αναλογικής έχει λάβει διαστάσεις κινδυνολογίας, πράγμα παράδοξο δεδομένου ότι ακόμη και με το 33,12% των ευρωεκλογών εξασφάλιζε πλειοψηφία 155 εδρών. Μάλιστα, ακόμη και αν το κόμμα Βαρουφάκη είχε εισέλθει στη Βουλή, η Ν.Δ. πάλι θα είχε αυτοδυναμία με 151 έδρες.
Εν πάσει περιπτώσει, θεμιτή είναι η προσπάθεια κάθε κόμματος να μεγιστοποιήσει το ποσοστό του και να εξασφαλίσει αυτοδύναμη διακυβέρνηση.
Το ίδιο θεμιτή είναι, όμως, η προσπάθεια των πολιτών να αρθούν υπεράνω της κομματικής προπαγάνδας και να διακρίνουν το πραγματικό συμφέρον της χώρας.
Όμως πως ορίζεται αυτό το συμφέρον; Καθ’ ένας, κάθε παράταξη δίνει διαφορετική ερμηνεία αναλόγως της ιδεολογίας της και του πολιτικού της συμφέροντος.
– Θεωρητικώς, το δεξιό πολιτικό φάσμα προτάσσει την αποτελεσματική διακυβέρνηση άρα προκρίνει ένα εκλογικό σύστημα που διευκολύνει την δημιουργία ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων.
– Επίσης θεωρητικώς, το αριστερό πολιτικό φάσμα προκρίνει τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπροσώπευση και την ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βουλήσεως στη σύνθεση του Κοινοβουλίου.
– Στην πράξη, ασχέτως πολιτικού φάσματος, κάθε κόμμα προκρίνει εκείνο το πολιτικό σύστημα που το συμφέρει: Αν είναι κόμμα εξουσίας προτιμά τα ενισχυμένα εκλογικά συστήματα, αν είναι μικρό κόμμα προτιμά τα αναλογικά.
Ανεξαρτήτως των κομματικών συμφερόντων, το πραγματικό συμφέρον του λαού και του έθνους είναι ο συνδυασμός της ανόθευτης εκπροσωπήσεως των πολιτικών δυνάμεων σε συνδυασμό με την αποτελεσματική διακυβέρνηση. Είναι προφανές ότι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός πολιτειακού συστήματος, όπως το δικό μας, βάσει του οποίου η κυβέρνηση πρέπει να διαθέτει την στήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Άρα, το πρόβλημά μας δεν είναι η επιλογή εκλογικού συστήματος ενώ το δίλλημα «αποτελεσματική διακυβέρνηση vs αναλογική εκπροσώπηση» είναι ψευδές.
Η λύση δίνεται από ένα πολιτειακό σύστημα πλήρους –και αληθούς- διαχωρισμό των εξουσιών, τον οποίο το Σύνταγμά μας επιτάσσει μεν, ακυρώνει δε στην πράξη συγχέοντας την νομοθετική με την εκτελεστική εξουσία και θέτοντας την δικαστική υπό τον έλεγχο της εκτελεστικής. Η πλήρης αυτή σύγχυση και αλληλεξάρτηση των εξουσιών είναι η μήτρα που παράγει την διαπλοκή, την διαφθορά και αναποτελεσματική διακυβέρνηση που ταλανίζουν τη χώρα μας.
Τον πλήρη διαχωρισμό των εξουσιών, και τον αλληλοέλεγχο αντί της αλληλεξαρτήσεώς των, εξασφαλίζει μόνο το Προεδρικό σύστημα, όπως ακριβώς δηλαδή το εφαρμόζει η αδελφή Κυπριακή δημοκρατία, η οποία χάρη σ’ αυτό έχει εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα και διαρκή οικονομική ανάπτυξη.
Κατά τους οπαδούς του νομικού σχολαστικισμού, συνταγματολόγους και μη, ο μετασχηματισμός του πολιτειακού μας συστήματος σε προεδρικό προσκρούει στις
διατάξεις του συντάγματος περί μη αναθεωρητέων άρθρων. Όμως, μη αναθεωρητέα άρθρα είναι μόνον αυτά που διασφαλίζουν το κράτος δικαίου και τη λαϊκή κυριαρχία. Η σχετική αναφορά στη μορφή του πολιτεύματος απηχεί τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη –το 1975- να εξασφαλίσει το πολίτευμα από τυχόν απόπειρες επαναφοράς της βασιλείας, όπως επανειλημμένως είχε συμβεί στο παρελθόν. Τέτοιο ενδεχόμενο δεν υφίσταται, ούτε ως αστείο, άρα η ερμηνεία του Συντάγματος οφείλει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παρόντος και όχι στις φοβίες και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Η σημερινή απόλυτη ανάγκη της χώρας είναι η αποτελεσματική διακυβέρνηση και ο ταυτόχρονος πλήρης διαχωρισμός των εξουσιών ώστε να είναι αποτελεσματική, αλλά και δίκαιη αυτή διακυβέρνηση!
Εκτός αυτών, το προεδρικό σύστημα εξασφαλίζει την έκφραση της ανόθευτης λαϊκής βουλήσεως ενώ, ταυτοχρόνως, δια της απεξαρτήσεως του κοινοβουλίου από την εκτελεστική εξουσία το αναβαθμίζει εκπληρώνοντας έτσι στο ακέραιο την επιταγή του συνταγματικού νομοθέτη περί του κοινοβουλευτικού χαρακτήρος του πολιτεύματος. Οι αντιρρήσεις που βασίζονται στην στενή –αν όχι στενοκέφαλη…- ερμηνεία του Συντάγματος ουδεμία πραγματική βάση έχουν, δεν αφορούν το μέλλον της χώρας, αλλά το μόνο παρελθόν των υποστηρικτών τους! Το ζήτημα δεν είναι νομικό, αλλά απολύτως πολιτικό.
Δυστυχώς, κανένα εκ των κομμάτων του πολιτικού συστήματος της Μεταπολιτεύσεως δεν επιθυμεί την εισαγωγή του προεδρικού συστήματος. Ο λόγος είναι απλός: όλα αυτά τα κόμματα αποτελούν πλέον προϊόντα διαφθοράς και διαπλοκής την οποία αναπαράγουν προς όφελος της ολιγαρχίας που ελέγχει το καθένα και της κοινωνικής μειοψηφίας που το στηρίζει και τρέφεται από αυτό. Τα εκλογικά αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας το αποδεικνύουν:
– Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στηρίχθηκε σε ψήφους που αντιστοιχούσαν στο 21% του εκλογικού σώματος.
– Η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στηρίχθηκε σε ψήφους που αντιστοιχούσαν στο 26% του εκλογικού σώματος.
– Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (2009) & Ν.Δ. (2007) στηρίχθηκαν σε ψήφους που αντιστοιχούσαν στο 30% του εκλογικού σώματος.
Σε ανάλογο ποσοστό θα στηριχθεί και η επόμενη κυβέρνηση: με βάση το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών η Ν.Δ. θα εξέλεγε 155 βουλευτές με ψήφους που αντιστοιχούν στο 18% του εκλογικού σώματος! Όμως, μια παράταξη που επιθυμεί να φέρει να κυβερνήσει επί τη βάση ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος δεν μπορεί να στηριχθεί στις ψήφους του 1/5 του εκλογικού σώματος. Οι μεταρρυθμίσεις, αν πρόκειται να είναι ριζοσπαστικές και αποτελεσματικές, δεν μπορούν να στηρίζονται στην ανοχή του εκλογικού σώματος, αλλά μόνο στην ομόθυμη έγκρισή του, την οποία, όμως, το παρόν πολιτικό (πρόσωπα) και πολιτειακό (θεσμοί) σύστημα αδυνατούν να εξασφαλίσουν.
Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, η πολιτική φάση που άνοιξε με την Μεταπολίτευση του 1974, έχει ουσιαστικώς ολοκληρωθεί. Τα πολλά της επιτεύγματα τείνουν να εκμηδενισθούν από τα λίγα, αλλά ποιοτικώς πολύ βαρύτερα, ανομήματά της! Όσο πιο γρήγορα κλείσει και τυπικώς τόσο λιγότερο θα είναι το κόστος της. Ας ελπίσουμε να μην κλείσει με τον αιματηρό τρόπο που άνοιξε και ας οραματισθούμε τους θεσμούς της Δ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας που έρχεται…