Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Αφού μίλησαν οι «ενδοτικοί» και οι «πατριώτες» νομίζω ότι μπορούμε να αναλύσουμε την κατάσταση με μια νηφάλια και λογική ματιά, σε σχέση με τον ερντογανικό επεκτατισμό και την εθνική μας στρατηγική.
Το πιο σημαντικό πράγμα στην πολιτική αλλά ειδικότερα στα εθνικά θέματα είναι ότι πρέπει να γνωρίζει κάποιος τα δεδομένα, να τα αναλύει ψυχρά και μετά να κρίνει. Να αντιλαμβάνεται την πολυσύνθετη διπλωματική στρατηγική που καθοδηγεί αποφάσεις και ενέργειες.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρότι η στρατηγική της Ελλάδας είναι κυρίως εκ των υστέρων αντίδραση και λιγότερο προληπτική δράση, υπάρχει ένα στοιχείο που αλλάζει τα έως τώρα δεδομένα: Η τοποθέτηση της κόκκινης γραμμής.
Μετά από πολλά χρόνια η Ελλάδα ξεφεύγει από την ασάφεια που ακολούθησε στην αρχή και ο σημερινός πρωθυπουργός, όταν έλεγε σε τηλεοπτική του συνέντευξη, απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά την τουρκική επιθετικότητα: θα κάνουμε ότι πρέπει, όταν πρέπει και όπως πρέπει.
Μετά από μια πολύμηνη διαμάχη με την Τουρκία η Ελλάδα αποκτά μια κόκκινη γραμμή. Αυτό συμβαίνει πρώτη φορά μετά το 1987 και το «βυθίσατε το Χόρα» του Ανδρέα Παπανδρέου.
Από μόνο του, λοιπόν, είναι ένα θετικό γεγονός και σημαίνει ότι η χώρα είναι έτοιμη να σταματήσει την «προέλαση» προκλητικότητας. Αλλά κατά την άποψη μου η κόκκινη γραμμή μπήκε καθυστερημένα, γιατί πάντοτε στην Ελλάδα μας αρέσει να πιστεύουμε ότι δεν θα γίνει η «στραβή».
Έτσι όμως δεν χαράζεται στρατηγική. Η γλώσσα με την οποία κινείται η δική μας διπλωματία δεν έχει σχέση με τη γλώσσα του Ερντογάν. Και όσοι πιστεύουν ότι οι απειλές κυρώσεων ιδρώνουν το αυτί του, είναι γελασμένοι.
Μπορούμε να διαφωνούμε όσο θέλουμε αν η κόκκινη γραμμή θα είναι στα 6 ή στα 12 μίλια. Όμως το πιο σημαντικό, εδώ που έχουμε φτάσει, είναι ότι μπήκε.
Η ύπαρξή της, λοιπόν, ουσιαστικά υπαγορεύει προς κάθε κατεύθυνση ότι η Ελλάδα είναι πλέον έτοιμη για τη σύγκρουση.
Σημαίνει όμως, παράλληλα, ότι στην περίπτωση της σύγκρουσης δεν μπορούμε να υπολογίζουμε σε κανέναν εκτός από τους εαυτούς μας. Ούτε στην Ε.Ε., ούτε όμως και στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή παρότι -μας αρέσει, δεν μας αρέσει, είναι η μοναδική δύναμη που έχει τη δυνατότητα να τραβήξει πίσω την Τουρκία. Άλλωστε το απέδειξε η πρόσφατη επίσκεψη Πομπέο.
Την ώρα που το Oruc Reis ακολουθεί πιστά το αρχικό του σχέδιο όπως προαναγγέλθηκε με την παράνομη navtex και πιθανότατα θα φτάσει τελικά να περάσει στα 6,5-7 μίλια από το Καστελόριζο υπήρξαν πολλοί που βιάστηκαν να επικρίνουν τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη, ότι με τις τοποθετήσεις του έδωσε θάρρος στους Τούρκους για να προχωρήσουν.
Δεν συμφωνώ.
Είναι πολύ πιο σημαντικό το γεγονός ότι έδωσε ακριβώς, λόγω της δηλωμένης πλέον κόκκινης γραμμής, το σήμα ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να πατήσει την σκανδάλη και πλέον άπαντες διεθνώς και διακρατικά καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Η προσωπική μου άποψη είναι σαφής. Η light προσέγγιση των ελληνοτουρκικών που ξεκίνησε από την εποχή του «rapprochement» επί υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου -όταν υπήρχε δημοκρατική διακυβέρνηση και ευρύτερο δημοκρατικό κλίμα στην Τουρκία- ξέφτισε σε μια στιγμή που ίσως δεν θυμάται κανείς. Στην αρχή των μνημονίων όταν ο κ. Ερντογάν ως κατακτητής εμφανίστηκε στην Αθήνα με 100 επιχειρηματίες. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν εμείς είχαμε αποφασίσει ότι δεν θέλαμε να έχουμε οποιουδήποτε είδους μέτωπα εκτός από τα μνημόνια.
Όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, οφείλαμε εδώ και χρόνια να είχαμε καθορίσει την κόκκινη γραμμή και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στα 12 μίλια. Τότε δεν επικρατούσε αυτή η τρέλα στην Τουρκία και θα μπορούσαμε να είχαμε διαρθρώσει τη διακρατική μας σχέση με πιο ελληνοκεντρικά δεδομένα.
Έπρεπε να οδηγήσουμε εμείς τις εξελίξεις. Όπως βλέπουμε η παθητικότητα και η υποχωρητικότητα ανεβάζουν τον τελικό λογαριασμό και καλείται η χώρα να πληρώσει πιο ακριβά.
Θεωρώ ότι κανείς αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσε να πει κάτι περισσότερο από τα 6 μίλια. Είναι προφανές ότι δεν συμφωνώ με αυτή την κόκκινη γραμμή, αλλά κατανοώ πλήρως τη χρονική στιγμή και τη συγκυρία.
Κλείνοντας θα ήθελα να αποσαφηνίσω ότι πιστεύω ακράδαντα πως στην Ελλάδα ήρθε η στιγμή της πραγματικής εθνικής συσπείρωσης, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις.
Πιστεύω ότι πρέπει να συγκληθεί έκτακτο συμβούλιο πρώην πρωθυπουργών. Να κληθούν Σημίτης, Καραμανλής, Παπανδρέου, Παπαδήμος, Σαμαράς, Πικραμμένος και Τσίπρας να καθίσουν στο τραπέζι υπό την πρόεδρο της Δημοκρατίας όχι τόσο για να δώσουν συμβουλές στον Κυριάκο Μητσοτάκη αλλά κυρίως για να σηματοδοτήσουν -μέσα από αυτή την πρωτοβουλία- ότι στην Ελλάδα δημιουργείται ένα αρραγές μέτωπο. Αυτό θα είναι πολύ σημαντικό ως μήνυμα σε όλους και πάνω απ’ όλα για τον ίδιο τον ελληνικό λαό.