Ο υπουργός Οικονομικών κ. Στουρνάρας έθεσε χθες το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, αλλά αποφεύγοντας να θέσει ζήτημα “κουρέματος” και με πλήρη επίγνωση ότι το όλο ζήτημα δεν θα αρχίσει να συζητείται σοβαρά πριν το φθινόπωρο.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι το ζήτημα του “κουρέματος” της ονομαστικής αξίας του χρέους έχει πρακτικά αποκλειστεί. Στην πρόσφατη συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ στην Ουάσινγκτον η Μέρκελ απέκλεισε για μία ακόμη, σε ανώτερο επίσημο επίπεδο, τη λύση του “κουρέματος”. Ως εκ τούτου, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αναζητηθεί από τον Σεπτέμβριο η κατάλληλη φόρμουλα, με επιμήκυνση των διακρατικών δανείων και του δανείου μέσω ομολόγων του EFSF και με νέα μείωση επιτοκίου.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη εξέταση των δεδομένων του ζητήματος αποδεικνύει ότι χωρίς “κούρεμα” του χρέους προς τον επίσημο τομέα, τα οφέλη από την αναδιάρθρωση θα είναι ελάχιστα:
• Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οι άλλες κεντρικές τράπεζες που κατέχουν ελληνικά ομόλογα αρνούνται να τα μετακυλίσουν, το δε επιτόκιο είναι σταθερό και δεν μπορεί να αλλάξει – άρα εξαιρούνται της όποιας αναδιάρθρωσης.
• Ο EFSF έχει δανείσει στην Ελλάδα 141,9 δισ. ευρώ, μέσω ομολόγων που έχει εκδώσει. Το κουπόνι είναι μεσοσταθμικά 1,55% και η μέση διάρκεια των ομολόγων 24,5 χρόνια. Εδώ το κουπόνι (επιτόκιο) δεν μπορεί να αλλάξει (άρα δεν υπάρχει επιτοκιακή μείωση) ούτε να γίνει επιμήκυνση.
• Τα διακρατικά δάνεια του πρώτου χρηματοδοτικού πακέτου προς την Ελλάδα ανέρχονται σε 52,9 δισ. ευρώ. Το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο: το τρίμηνο Euribor συν 50 μονάδες βάσης. Με τα σημερινά εποίπεδα του Euribor, είναι λίγο κάτω από 1%. Η υπολειπόμενη διάρκεια των διακρατικών δανείων είναι 17 χρόνια και ολι καταβολές τόκων έχουν μετατεθεί για μετά το 2022, με βάση την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 για δεκαετή περίοδο χάριτος. Μόνο σε αυτό το “πακέτο” του χρέους, των 52,9 δισ. ευρώ, μπορεί να γίνει επιμήκυνση και μείωση επιτοκίου.
Όλες οι πληροφορίες συγκίμουν στο ότι η επιμήκυνση θα είναι μέχρι και τα 50 χρόνια. Η μείωση επιτοκίου όμως μπορεί να γίνει μόνο με έμμεσο τρόπο: με μετατροπή του σε σταθερό στα σημερινά χαμηλά επίπεδα του Euribor. Σε αυτή την περπίπτωση το όφελος θα ήταν κάτι περισσότερο από 250 εκατ. ευρώ ετησίως.
Αν δινόταν μια νέα περίοδος χάριτος στην καταβολή των τόκων μέχρι το 2032, τότε η εξοικονόμηση σε δαπάνη για τόκους θα ήταν ετησίως περίπου 500 εκατ. ευρώ.
Μια τρίτη εκδοχή θα ήταν η μετατροπή του επιτοκίου σε σταθερό, αλλά στα σημερινά – χαμηλά επίπεδα, λίγο κάτω από 1%. Το ετήσιο όφελος δεν θα ήταν μεγαλύτερο, αλλά θα ήταν μεγαλύτερο το μεσομακροπρόθεσμο όφελος.
Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, από την άποψη του άμεσου οφέλους, δηλαδή της μείωσης της ετήσιας δαπάνης για τόκους, τα οφέλη “μετράνε” από το 2023 και είναι στην καλύτερη περίπτωση 500 εκατ. ευρώ ετησίως.
Πολύς ντόρος για το τίποτε…