Ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο αντικαταθλιπτικό φάρμακο, η σιταλοπράμη, μπορεί μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί στη μάχη κατά του Αλτσχάιμερ.
Δοκιμές σε ανθρώπους και πειραματόζωα δημιουργούν ελπίδες ότι θα μπορούσε να επιβραδύνει τα συμπτώματα της νευροεκφυλιστικής πάθησης, για την οποία μέχρι στιγμής δεν υπάρχει θεραπεία.
Οι επιστήμονες, αν και χαρακτήρισαν «ενθαρρυντική» την ανακάλυψή τους, είπαν ότι είναι πολύ πρόωρο να παίρνουν οι άνθρωποι αντικαταθλιπτικά απλώς για να επιβραδύνουν την άνοια. Άλλοι ειδικοί χαρακτήρισαν «ενδιαφέρον» το εύρημα και θεώρησαν προτέρημα ότι το φάρμακο είναι ήδη εγκεκριμένο, αν και για άλλη χρήση.
Οι ερευνητές των Ιατρικών Σχολών των Πανεπιστημίων Πενσιλβάνια και Ουάσιγκτον, με επικεφαλής την καθηγήτρια ψυχιατρικής Υβέτ Σιλάιν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό Science Translational Medicine», σύμφωνα με το BBC, χορήγησαν την εν λόγω ουσία σε 23 ανθρώπους και σε ποντίκια.
Οι επιστήμονες βρήκαν ότι η σιταλοπράμη ανέστειλε τη δράση μιας πρωτεΐνης, του αμυλοειδούς βήτα, που -μαζί με την Τ-πρωτεΐνη- συμβάλλει στη δημιουργία των καταστροφικών «πλακών» στον εγκέφαλο των ασθενών με Αλτσχάιμερ, καταστρέφοντας ζωτικούς νευρώνες τους και προκαλώντας διάφορα προβλήματα (μνήμης, λογικής σκέψης, ψυχικής διάθεσης, επικοινωνίας κ.α.).
Το επίπεδο του αμυλοειδούς βήτα μειώθηκε κατά 25% στα ποντίκια με Αλτσχάιμερ, που είχαν πάρει το φάρμακο. Έπειτα από δύο μήνες θεραπείας, ο ρυθμός ανάπτυξης νέων πλακών στον εγκέφαλό τους είχε υποχωρήσει σημαντικά (έως 78%), ενώ οι ήδη υπάρχουσες πλάκες δεν μεγάλωναν άλλο. Όμως δεν υπήρξε συρρίκνωση στο μέγεθος των υφιστάμενων πλακών, ούτε μείωση στον αριθμό τους.
Οι 23 υγιείς εθελοντές, ηλικίας 18 έως 50 ετών, πήραν μόνο μια δόση σιταλοπράμης (60 μιλιγκράμ) και το επίπεδο του αμυλοειδούς βήτα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό τους έπεσε κατά 38% μέσα σε διάστημα 37 ωρών μετά την χορήγηση της ουσίας.
Η Σιλάιν παραδέχτηκε ότι «απέχουμε ακόμη πολύ από το να είμαστε σε θέση να διαβεβαιώσουμε πως τα εν λόγω αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορούν να εμποδίσουν τη γνωστική έκπτωση που σχετίζεται με τη νόσο Αλτσχάιμερ». Δήλωσε όμως αισιόδοξη ότι πιθανώς το φάρμακο θα μπορούσε να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου κατά δέκα έως 15 χρόνια, προτού τα συμπτώματά της γίνουν πλέον ορατά.
Ένας από τους ερευνητές, ο επίκουρος καθηγητής νευρολογίας Τζον Τσιρίτο, τόνισε πως «αν και τα αντικαταθλιπτικά γενικά είναι καλώς ανεκτά, έχουν κινδύνους και παρενέργειες. Έως ότου μπορέσουμε να αποδείξουμε χωρίς αμφιβολία ότι όντως βοηθάνε στο να επιβραδύνουν ή και να σταματήσουν τη νόσο Αλτσχάιμερ στους ανθρώπους, δεν αξίζει να ρισκάρει κανείς. Πρέπει ακόμη να κάνουμε αρκετές έρευνες».
Θα ακολουθήσει νέα μελέτη για να διαπιστωθεί κατά πόσο η σιταλοπράμη μπορεί να δράσει προστατευτικά σε βάθος χρόνου. Μια μελλοντική μεγάλη κλινική δοκιμή, που θα κρατήσει αρκετά χρόνια, θα συγκρίνει επίσης την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου σε σχέση με ένα εικονικό (πλασέμπο).
Ο επικεφαλής ερευνών της βρετανικής Εταιρείας Αλτσχάιμερ εμφανίστηκε επιφυλακτικός, αναφέροντας ότι το δείγμα ήταν μικρό και δεν περιλάμβανε ασθενείς με Αλτσχάιμερ ή ανθρώπους άνω των 50 ετών, στους οποίους εμφανίζεται κυρίως η νόσος.
Η σιταλοπράμη, που εγκρίθηκε το 1998 από την αρμόδια εποπτική Αρχή Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ, ανήκει στην κατηγορία των «επιλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης» (SSRI), της πιο νέας «γενιάς» αντικαταθλιπτικών. Η σεροτονίνη είναι ένας από τους βασικούς νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου, τους χημικούς «μεταφορείς» μηνυμάτων.