Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*
Το τεκμήριο της αθωότητας, είναι ένας κανόνας που ισχύει σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα, σύμφωνα με το οποίο, ουδείς επιτρέπεται να θεωρείται ένοχος, εάν δεν αποφανθεί σε αμετάκλητο βαθμό το αρμόδιο δικαστήριο. Ο κανόνας πρέπει να είναι σεβαστός από όλους.
Δεν επιτρέπεται να αναμεταδίδονται στα μέσα ενημέρωσης τα ονοματεπώνυμα ή εικόνες φερομένων ως δραστών, εάν ο φυσικός δικαστής δεν αποφανθεί σε αμετάκλητο βαθμό. Οι διωκτικές αρχές, ακόμη και οι εισαγγελικές, δεν είναι Δικαστήρια.
Η επιβολή περιοριστικών όρων έχει συγκεκριμένη νομική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι δεν κρίθηκαν ύποπτοι φυγής, ούτε ύποπτοι διάπραξης νέων αδικημάτων στο μέλλον, αλλά κρίθηκε ότι πρέπει να βρίσκονται υπό την εποπτεία των αρχών, μέχρι να διενεργηθεί η κύρια δίκη. Η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται σε περίπτωση υποψίας διάπραξης νέων αδικημάτων και φυγής. Σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο δεν επηρεάζεται ούτε από την προσωρινή κράτηση ούτε από την επιβολή περιοριστικών όρων.
Είναι αρκετά δύσκολο να σταθεί στο ακροατήριο ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης, καθώς προϋπόθεση ύπαρξης της είναι η αφανής δράση της, κάτι που στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, δεν επαληθεύεται, αφού η δράση της είναι φανερή. Εξάλλου, είναι δύσκολο να στοιχειοθετηθεί η σχέση που έχουν τα μέλη με την οργάνωση, έτσι ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί ο ορισμός της εγκληματικής οργάνωσης. Οι ενδείξεις μπορεί να αρκούν για να ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά δεν αρκούν για να στοιχειοθετηθούν αποδείξεις και να στηριχθούν καταδικαστικές αποφάσεις στο ακροατήριο.
Η προσωρινή κράτηση δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, γιατί κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στο τεκμήριο αθωότητας. Σύμφωνα με το τεκμήριο αθωότητας, κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Επίσης απαγορεύεται η επιβολή ποινής χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση (nulla poena sine processu).
Η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να διαρκέσει κατά το Σύνταγμα (άρθρο 6 παρ. 4) πάνω από 12 μήνες, αν ο κατηγορούμενος κατηγορείται για κακούργημα, ή 6 μήνες, αν κατηγορείται για πλημέλλημα. Η διάρκεια μπορεί να παραταθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για 6 και 3 μήνες αντίστοιχα. Στην πράξη τηρείται μόνο το ανώτατο όριο προσωρινής κράτησης (18 ή 9 μήνες αντίστοιχα). Μετά την πάροδο του διαστήματος αυτού, οι αρχές οφείλουν να αφήσουν τον κατηγορούμενο ελεύθερο.
Η προσωρινή κράτηση μπορεί πάντοτε να αρθεί ή να αντικατασταθεί με άλλους περιοριστικούς όρους (απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, υποχρέωση εμφάνισης στις αρχές σε τακτά διαστήματα κλπ.) αυτεπαγγέλτως από τον ανακριτή ή μετά από αίτηση του προσωρινά κρατούμενου, αν εκλείψουν οι λόγοι, για τους οποίους διατάχθηκε.
Η προσωρινή κράτηση είναι περιοριστικό μέτρο που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο για κάποιο έγκλημα πριν την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης επί της υπόθεσης κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας. Διατάσσεται από τον ανακριτή με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Με αυτό το προσωρινό μέτρο ο κατηγορούμενος οδηγείται σε ειδική φυλακή, τη φυλακή των υποδίκων, όπου και κρατείται μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης από ποινικό δικαστήριο και την έκδοση οριστικής αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης. Παλαιότερα ονομαζόταν προφυλάκιση.
To άρθρο 6 του Συντάγματος αναφέρει τα εξής: Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται, χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα , που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή προφυλάκιση». Επιπλέον το ατομικό δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας κατοχυρώνεται ρητά από το άρθρο 5, παρ. 3 του Ελληνικού Συντάγματος. Ο κοινός νομοθέτης έχει την δυνατότητα να θεσπίζει περιορισμούς του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας κατά το μέτρο που είναι απαραίτητοι , αναγκαίοι και βρίσκονται σε αναλογία με το σκοπούμενο αποτέλεσμα τηρουμένων πάντοτε των συνταγματικών εγγυήσεων. Αποδεκτές – φορείς του δικαιώματος είναι αποκλειστικά φυσικά πρόσωπα (ημεδαπά- αλλοδαπά). Ένα μέρος της θεωρίας υποστηρίζει την δυνατότητα κάμψης του δικαιώματος και στην περίπτωση του άρθρου 48 του Συντάγματος εφόσον δηλαδή τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος περί καταστάσεως πολιορκίας. Η προσωρινή κράτηση στην παλιότερη μορφή της αλλά ακόμα και στην σημερινή μορφή δημιουργεί αρκετά προβλήματα, όπως η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, η άδικη πολλές φορές και αναιτιολόγητη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (μέσω αυθαίρετης ερμηνείας των διατάξεων που επιτρέπουν την προσωρινή κράτηση) και παρατηρείται κατάχρηση της δυνατότητας επιβολής της προσωρινής κράτησης αφού πρέπει να επιδιώκονται κάποιες αρχές κατά την χρήση της προσωρινής κράτησης όπως αναγκαιότητας, αναλογικότητας, μη υπερβάσεως υπερμέτρου .
Η εκτεταμένη και αυθαίρετη χρήση της προσωρινής κράτησης αποτελεί κάμψη του τεκμηρίου, διότι εμποδίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου με την έννοια ότι δεν του επιτρέπει από τη φυλακή την ανάπτυξη στρατηγικής υπεράσπισης και πρόσβαση του κατηγορουμένου σε μάρτυρες και άλλα αποδεικτικά μέσα.
Οι κυριότεροι λόγοι που δικαιολογούν την επιβολή προσωρινής κράτησης είναι οι ακόλουθοι:
-Ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων. Αυτός ο λόγος ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδος προληπτικής προσωρινής κράτησης ώστε να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των τελούμενων εγκλημάτων.
– Ο κίνδυνος φυγής . Αυτή η προϋπόθεση πληρείται εφόσον ο κίνδυνος φυγής προκύπτει από το γεγονός ότι ο δράστης δεν έχει μόνιμη ή γνωστή διαμονή ή υπήρξε φυγόποινος ή έστω φυγόδικος στο παρελθόν ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής.
-Ο κατηγορούμενος για να γίνει επιβολή προσωρινής κράτησης πρέπει να διώκεται για κακούργημα ή για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου.
* Ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης είναι δικηγόρος Αθηνών