Νέο καθεστώς κινήτρων για να ζητούν οι πολίτες αποδείξεις καταναλωτικών δαπανών και υπηρεσιών που παρέχουν επαγγελματίες μελετά να εφαρμόσει από 1.1 2014 το υπουργείο Οικονομικών, με επικρατέστερο σενάριο να «επιστρέφεται» στους καταναλωτές το 30% της αξίας τους, δηλαδή πολύ πάνω από τον ανώτερο συντελεστή ΦΠΑ 23%. Στην εστίαση, όπου ο ΦΠΑ είναι πλέον 13%, η επιστροφή φόρου θα κινείται περίπου στο 20% επί της αξίας των αποδείξεων.
Με αυτά τα κίνητρα και με τον προσωρινό έλεγχο σε φυσικά πρόσωπα κατά τα πρότυπα των ελέγχων που γίνονται σε επαγγελματίες, το υπουργείο προσδοκά να περιοριστεί σημαντικά η φοροδιαφυγή. Στο στόχαστρο των ελέγχων μπαίνουν όσοι έχουν βγάλει χρήματα στο εξωτερικό και όσοι έχουν μεγάλη περιουσία, αλλά δηλώνουν μικρά εισοδήματα. Στο νομοσχέδιο για τον ενιαίο φόρο ακινήτων, θα συμπεριληφθεί διάταξη που θα δίνει τη δυνατότητα πραγματοποίησης προσωρινών στοχευμένων ελέγχων σε κατηγορίες φορολογουμένων για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις φοροδιαφυγής. Παράδειγμα, τα εμβάσματα 50.000 ευρώ και άνω που εστάλησαν την περασμένη διετία στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, αν κριθεί αναγκαίο, θα ελεγχθούν και άλλα στοιχεία, όπως π.χ. η ακίνητη περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας (πολυτελή αυτοκίνητα, σκάφη, έργα τέχνης κτλ.).
Μέσα στο κλίμα αυτό της υπερφορολόγησης και της άντλησης εσόδων πολλοί Έλληνες βγάζουν από τα σεντούκια τους χρυσές λίρες για να πληρώσουν φόρους, ενώ άλλοι συνεχίζουν να συσσωρεύουν μασούρια χρυσού.
Αυτό φαίνεται και από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου αποκαλύπτεται μεγάλη αύξηση από τις αρχές του 2013, όπως αναφέρει δημοσίευμα της Καθημερινής της Κυριακής.
Σύμφωνα με εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος, η ζήτηση για αγορά ή πώληση χρυσών λιρών τυπικά ακολουθεί τις εξελίξεις στην οικονομία. Σε περιόδους κρίσης, όπως κατά την περίοδο του «κουρέματος» των κυπριακών καταθέσεων, παρατηρήθηκε αύξηση των αγορών λιρών από πολίτες, οι οποίο μετέτρεπαν τις αποταμιεύσεις τους σε χρυσό, ακόμα και εάν αυτό συνεπαγόταν απώλεια λόγω των ισοτιμιών.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που παρουσίασε η «Καθημερινή», οι πωλήσεις χρυσών λιρών παρέμεναν σταθερές από τις αρχές του 2011, με σαφή αύξηση από τους πρώτους μήνες του 2013 έως σήμερα. Το πρώτο τρίμηνο του 2013 η Τράπεζα της Ελλάδος πούλησε συνολικά 9.778 χρυσές λίρες Αγγλίας (τεμάχια) και αγόρασε 33.428 λίρες (ο μεγαλύτερος αριθμός των τελευταίων ετών). Είναι χαρακτηριστικό ότι το αντίστοιχο διάστημα του 2012 (Ιαν. – Μαρ.) πωλήθηκαν από την ΤτΕ 39.641 λίρες Αγγλίας και αγοράστηκαν 22.556 λίρες. Το δεύτερο τρίμηνο του 2013 αγοράστηκαν από την ΤτΕ 25.249 λίρες Αγγλίας, περίπου όσες πωλήθηκαν από τα γκισέ της (24.986). Το 2012 είχε κλείσει με την ΤτΕ να έχει αγοράσει συνολικά 101.575 λίρες και να έχει πουλήσει 86.889 (122.686 και 146.867 αντίστοιχα).
Η διαδικασία αγοραπωλησίας είναι απλή, όταν αφορά συναλλαγές έως 10.000 ευρώ. Απαιτείται απλώς ταυτότητα και επίδειξη κάποιου δημόσιου εγγράφου (όπως εκκαθαριστικό εφορίας ή ακόμα και δίπλωμα οδήγησης) που να αναγράφεται ο ΑΦΜ του πελάτη. Οι τιμές καθορίζονται από το δελτίο τιμών χρυσού και χρυσών νομισμάτων που εκδίδεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενδεικτικά, στις 3 Οκτωβρίου 2013, η τιμή αγοράς της λίρας Αγγλίας παλαιάς κοπής προσδιοριζόταν στα 218,85 ευρώ και η τιμή πώλησης στα 264,59 ευρώ. Η λίρα Αγγλίας νέας κοπής στα 202,38 και 228,94, αντίστοιχα.
Οι πωλήσεις χρυσών λιρών καταδεικνύουν ότι τα μεσαία κοινωνικά στρώματα έχουν εξαντλήσει την ρευστότητά τους και τη φοροδοτική τους ικανότητα και στρέφονται στο τελευταία στοιχείο προς ρευστοποίηση που είναι οι χρυσές λίρες που έχουν κληρονομηθεί από προηγούμενες γενιές και έμεναν καταχωνιασμένες κάπου στο σπίτι.
Η υπερπροσπάθεια του υπουργείου για έσοδα συμπίπτει με την φοροδοτική εξάντληση των νοικοκυριών, γεγονός που θα δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια στην επιδίωξη του πρωτογενούς πλεονάσματος.