Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέντευξη στη Ναυτεμπορική παραχώρησε ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος.
Υπό άλλες συνθήκες και σε μια χώρα με διαφορετικά ΜΜΕ, αυτή η συνέντευξη θα έπρεπε να έχει προκαλέσει αίσθηση, καθώς ο κ. Γάτσιος αποδομεί συνολικά τους κυβερνητικούς χειρισμούς των τελευταίων μηνών.
Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
– Η έξοδος από την πρωτοφανούς έκτασης, βάθους και εύρους κρίση την οποία διανύουμε απαιτεί να υπάρχει στους πολίτες και, επομένως, στο δημόσιο διάλογο, μιαορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης χωρίς ωραιοποιήσεις, δημαγωγίες και στρουθοκαμηλισμούς.
– Η συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα, η οποία ασφαλώς και δεν είναι ανεξάρτητη από το γεγονός ότι διανύουμε προεκλογική περίοδο, ακολουθεί το πλαίσιο που περιέγραψα παραπάνω. Το κρίσιμο ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή το πλεόνασμα που προκύπτει, στον βαθμό που προκύπτει, έχει προσωρινό και συγκυριακό χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, των έκτακτων μέτρων φορολόγησης και, μάλιστα, με αναδρομικό χαρακτήρα, καθώς και τη μη πληρωμή υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τρίτους, ή κατά πόσο έχει μονιμότερο χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, μεταβολών στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, παραμένει στο περιθώριο. Αντίθετα, η συζήτηση εγκλωβίζεται και αποπροσανατολίζεται στο ύψος και τον τρόπο διανομής του.
– Επιπλέον, οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί δημιουργούν τη ψευδαίσθηση ότι «το πρόβλημα, λίγο-πολύ, λύθηκε ή λύνεται» και ότι «όπου να ‘ναι βγαίνουμε από την κρίση», καλλιεργώντας προσδοκίες για διανομή προσόδων. Όμως, το κύριο και θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η κατάρρευση του παραγωγικού της ιστού. Το δημοσιονομικό πρόβλημα, που ασφαλώς υφίσταται, είναι σε μεγάλο βαθμό, απόρροια αυτού του προβλήματος. Όπως, βέβαια, και η πρωτοφανής ανεργία. Δεν μπορούμε να μιλάμε για έξοδο από την κρίση όταν έχουμε ποσοστά ανεργίας περί το 28%.
– Συμπερασματικά, η όλη συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως εξελίσσεται, βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με αυτό που έλεγα προηγουμένως. Ότι, δηλαδή, θα πρέπει να κατανοούμε πού βρισκόμαστε και να γνωρίζουμε πού και πώς θέλουμε να πάμε. Ούτε βοηθά, όπως ορισμένοι πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν, στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας με σκοπό την απομείωση του χρέους. Όποιος διαβάσει την απόφαση του Eurogroup της 27 Νοεμβρίου 2012 το καταλαβαίνει αυτό.
– Το κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι σε ποιο βαθμό η παραπάνω αξιοσημείωτη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών οφείλεται σε μείωση των εισαγωγών και σε ποιο βαθμό σε αύξηση των εξαγωγών. Δυστυχώς, παρατηρούμε ότι οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις εισαγωγές. Από τη βελτίωση ύψους 19,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, τα 19 δισ. ευρώ οφείλονται σε μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις τα 0,2 δισ. ευρώ σε αύξηση των εσόδων από εξαγωγές.
– Διαφορετική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι εξαγωγές. Δεν είναι μόνο ότι η αύξηση που παρουσίασαν ήταν ισχνή, από 14 δισ. ευρώ το 2008 στα 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Είναι, επίσης, ότι αρχικά παρουσίασαν πτώση στα 11,3 δισ. ευρώ το 2010, για να αρχίσουν να ανακάμπτουν μόνο μετά το πρώτο Μνημόνιο ενώ, επιπλέον, η ανάκαμψη αυτή χαρακτηρίζεται από πτωτικούς ρυθμούς: 13,3 δισ. ευρώ το 2011, 13,9 δισ. ευρώ το 2012 και 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Η μάλλον αδύναμη αντίδραση τού εγχώριου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και τα σημάδια κόπωσης που ήδη παρουσιάζει, αντανακλούν την έλλειψη δυναμικότητάς του, ενώ η περιορισμένη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του λόγω μείωσης του εργατικού κόστους αντανακλά τα δομικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του. Σημειώνω, εν προκειμένω, ότι παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν μπορεί σήμερα να χαρακτηρισθεί ως χώρα υψηλού εργατικού κόστους, στην Έκθεση του World Economic Forum το Σεπτέμβριο του 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει μεταξύ 148 χωρών την 96η θέση στην ανταγωνιστικότητα –τελευταία στην Ευρώπη και μόλις 10 θέσεις πάνω από την Βολιβία.
– Το παραγωγικό πρόβλημα, επομένως, της χώρας δεν είναι απλά οξύ. Είναι, επιπλέον, και σύνθετο στην επίλυσή του, καθώς τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα οφείλονται όχι τόσο στο ύψος των μισθών, όσο κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτόμων παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό φαίνεται καθαρά σε σχετικούς διεθνείς πίνακες οι οποίοι εστιάζουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των «διεθνώς εμπορευσίμων» των χωρών του ΟΟΣΑ, όπως το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και την προστιθέμενη αξία τους. Σύμφωνα με τους πίνακες αυτούς, η Ελλάδα της λεγόμενης «ανάπτυξης» και «σύγκλισης» βρισκόταν την περίοδο 2001-2007 και συνεχίζει να βρίσκεται σήμερα στην ίδια ομάδα χωρών, να ανταγωνίζεται στο ίδιο «καλάθι» προϊόντων με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Παρά με τους εταίρους της στην ΕΕ.
– Η εύκολη λύση της μείωσης του εργατικού κόστους, επομένως, προφανώς δεν επαρκεί. Χρειάζεται πλέγμα πολιτικών που θα θεραπεύει το πρόβλημα. Η ενίσχυση της εφαρμοσμένης έρευνας και καινοτομίας τόσο στο εσωτερικό των επιχειρήσεων όσο και εκτός αυτών, καθώς και η συνεργασία των επιχειρήσεων με φορείς τέτοιας έρευνας, όπως τα πανεπιστήμια, αποκτά σπουδαιότητα στρατηγικής σημασίας.
Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ.