Νέο mea culpa από το ΔΝΤ που αποδομεί τη συνταγή που ακολούθησε η τρόικα στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης στις οποίες επιβλήθηκαν σκληρά μέτρα λιτότητας. «Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι περικοπές μισθών έπληξαν την παραγωγικότητα της Ελλάδας και δεν συνοδεύτηκαν με την τόνωση της ανταγωνιστικότητας» είναι η παραδοχή του ΔΝΤ σε νέα έκθεσή του με τίτλο «Προσαρμογή στις χώρες της Ευρωζώνης με ελλείμματα: Πρόοδος, προκλήσεις και πολιτικές».
Οι αναλυτές του ΔΝΤ παραδέχονται τις αστοχίες της πολιτικής που υιοθετήθηκε για τις χώρες της ευρωζώνης με προβληματικές οικονομίες – μεταξύ αυτών και η Ελλάδα – ομολογώντας στην ουσία ότι οι προσδοκίες για την αύξηση της παραγωγικότητας αποδείχθηκαν υπερβολικά αισιόδοξες. Οι τεχνοκράτες υπογραμμίζουν πως αν και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ έχει γίνει πλεονασματικό, η εσωτερική εξισορρόπηση σε ελλειμματικές οικονομίες όπως της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας συνοδεύεται από υποτονική δραστηριότητα και πολύ υψηλή ανεργία, κάτι που καθιστά οδυνηρή την προσαρμογή.
Το ΔΝΤ αναφέρει για την Ελλάδα πως η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προήλθε από τις περικοπές μισθών, αλλά και ότι η πτώση της παραγωγής ήταν πολύ μεγάλη μετά το 2010 γεγονός που εν τέλει είχε αρνητικές επιπτώσεις. Το ΔΝΤ επισημαίνει πως η Ελλάδα θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να μειώσει τις υποχρεώσεις της και να βελτιώσει την καθαρή εξωτερική της θέση και πως απαιτούνται πρόσθετες προσαρμογές για την επίτευξη του διττού στόχου της αποκατάστασης της εξωτερικής ισορροπίας, μέσω βιώσιμου χρέους και διατηρήσιμης ανάπτυξης που θα περιορίσει την ανεργία σε αποδεκτά επίπεδα.
Την ίδια ώρα η Ομάδα Δράσης για την Ελλάδα (Task Force) στη νέα της έκθεση για την Ελλάδα που δημοσιεύεται σήμερα υποστηρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν. Σημειώνει δε ότι η τεχνική βοήθεια συνέβαλε στην πρόοδο της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και «στην οικοδόμηση σταθερότερης βάσης για την ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, με βάση βιώσιμα δημόσια οικονομικά, σταθερό χρηματοπιστωτικό σύστημα και ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία που να καλύπτει τις ανάγκες του ελληνικού λαού».
Τα ποσοστά του χρέους πάντως παραμένουν αδυσώπητα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat το πρώτο τρίμηνο του 2014 το δημόσιο χρέος αγγίζει το 174,1% του ΑΕΠ και εκτιμάται ότι είναι κάθε άλλο παρά βιώσιμο. Τα εν λόγω στοιχεία ακολουθούν δε, την τελευταία έκθεση της Black Rock που μετά από τέσσερα χρόνια μνημονίων και σκληρών μέτρων τοποθετεί την Ελλάδα πρώτη στη λίστα των χωρών που κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.
Από την δική της πλευρά, την εκτίμηση ότι η πολιτική σταθερότητα θα κρίνει το εάν θα παραταθούν ή όχι οι συζητήσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους διατυπώνει η Goldman Sachs.
Σε έκθεσή της αναφέρει ότι ακόμη και αν η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να ψηφίζει νόμους για τα προαπαιτούμενα, τα σημερινά επίπεδα των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, αλλά και η κατάσταση που επικρατεί στην ευρωζώνη δεν υποστηρίζουν μια μεγάλη έξοδο της χώρας στις παγκόσμιες αγορές ομολόγων.
Κατά την Goldman η άμεση πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές δεν είναι αναγκαία κάτι που όπως αναφέρει προκύπτει από δύο λόγους. Πρώτον η Ελλάδα έχει μειώσει τις μεσοπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης της με αποτέλεσμα από το 2016 έως το 2020 αυτές να είναι κάτω από τα 10 δισ. ευρώ ετησίως. Δεύτερον, μέχρι το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, υπάρχουν αχρησιμοποίητοι πόροι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν ενδεχόμενο κενό χρηματοδότησης. Σε αυτούς περιλαμβάνει και τα αχρησιμοποίητα κεφάλαια που έχουν προβλεφθεί για τις τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις.
Η Goldman Sachs αναφέρει πως ένα τρίτο πακέτο διάσωσης θα είναι πολιτικά δυσάρεστο τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα, ενώ υπογραμμίζει πως οι κοινοβουλευτικές ισορροπίες εντός Ελλάδος δεν θα επέτρεπαν μια ενδεχόμενη επιτυχημένη ψηφοφορία εάν απαιτούνταν πρόσθετα μέτρα στο πλαίσιο ενός τρίτου πακέτου διάσωσης.
Αναφέρει, δε, πως το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών έχει αυξήσει τους κινδύνους για πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο του 2015 στα πλαίσια της ψηφοφορίας για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κατά τους αναλυτές της τράπεζας ενώ το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών δεν αναιρεί ή δεν τροποποιεί την σημερινή μακροοικονομική εικόνα, η συνέχεια της πολιτικής σταθερότητας και των μεταρρυθμίσεων θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το εάν θα παραταθούν ή όχι οι ευρύτερες συζητήσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.