Γράφει ο Ναπολέων Λιναρδάτος
Το να λέμε ότι η οικονομία βρίσκεται σε περίοδο πραγματικής ανάκαμψης θα ήταν σαν να λέμε την περίοδο της Ολυμπιάδας του 2004 ότι η χώρα προοδεύει, ή, το 2008 ότι έχουμε μια «θωρακισμένη οικονομία». Βασικά, η πολιτικό-δημοσιογραφική τάξη που παλαιότερα πωλούσε την ιδέα της αναγεννημένης και ευρωπαϊκής Ελλάδας του 2004 και την «θωρακισμένη οικονομία» του 2008, είναι η ίδια ακριβώς που τώρα προωθεί την ιδέα της ανάκαμψης.
Μέχρι πριν μερικούς μήνες οι άνοδος των εξαγωγών ήταν ένα αδιαμφισβήτητο στοιχείο που αποδείκνυε ότι η πολιτική της κυβέρνησης είχε αποτελέσματα. Η Ελλάδα, σιγά σιγά, γινόταν μια φυσιολογική χώρα όπου δεν υπήρχαν μόνο εισαγωγές αλλά και εξαγωγές. Οι μεταρρυθμίσεις απέδιδαν και η παραγωγή, που πάσχει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα, άρχισε να κινείται ανοδικά. Η θριαμβολογία της κυβέρνησης και των ΜΜΕ για το γεγονός αυτό έδινε την εντύπωση ότι οι εξαγωγές ήταν το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης της κυβερνητικής πολιτικής. Όμως στο δεύτερο εξάμηνο του 2013 άρχισε η μεγάλη πτώση τους. Από τότε οι εξαγωγές εξαφανίσθηκαν ως κριτήριο αξιολόγησης της κυβερνητικής πολιτικής.
Βέβαια όποιος είχε την θέληση να δει τα πραγματικά στοιχεία των εξαγωγών, όταν ακόμα είχαν σημαντική αύξηση, θα μπορούσε εύκολα να διαπιστώσει ότι η αύξηση τους δεν είχε καμία σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που ποτέ δεν έγιναν ή με την λεγόμενη αλλαγή «αναπτυξιακού μοντέλου». Καταρχήν είχε γίνει μια σημαντική αλλαγή στο τρόπο με τον οποίο της μετρούσαμε, αφού στις εξαγωγές προστέθηκαν για πρώτη φορά και οι εξαγωγές πετρελαιοειδών και καυσίμων. Μπορεί να μην υπάρχει τίποτα το μεμπτό με αυτή την αλλαγή υπολογισμού των εξαγωγών, αλλά η πρόσθεση σε αυτές μιας προϋπάρχουσας οικονομικής δραστηριότητας δεν μας λέει ακριβώς τίποτε για την ποιότητα των πολιτικών που εφαρμόζονται. Το γεγονός δε, ότι μετά την άγρια φορολόγηση στα καύσιμα η εσωτερική ζήτηση έπεσε θεαματικά και μεγάλες ποσότητες δεν είχαν άλλη επιλογή εκτός από την εξαγωγή ή την μαϊμού εξαγωγή που κατέληγε στο λαθρεμπόριο, το μόνο που αποδεικνύει είναι ποιες είναι οι επιπτώσεις της υπερφορολόγησης ενός αγαθού.
Το παράδειγμα των εξαγωγών είναι σημαντικό γιατί δείχνει πολύ απλά το πως κατασκευάζονται επιτυχίες που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου-Σαμαρά βασίζεται σε τέτοιου είδους τεχνάσματα για να αποδείξει ότι δήθεν οι πολιτικές πετυχαίνουν και ότι οι θυσίες πιάνουν τόπο. Κάτι παρεμφερές συμβαίνει και με την συζήτηση γύρω από το πρωτογενές πλεόνασμα.
Το θέμα με το πρωτογενές πλεόνασμα είναι αν μας λέει κάτι ουσιαστικό για την πορεία της οικονομίας. Η αλήθεια είναι ότι μας λέει αλλά όχι με τον τρόπο που θα περιμέναμε. Αν η κυβέρνηση έχει μια εμμονή με το πρωτογενές πλεόνασμα αυτό συμβαίνει γιατί δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να δίνουν μια θετική εικόνα. Οι μόνες επενδύσεις που γίνονται είναι καφενεία, σουβλατζίδικα και οι γνωστοί διαγωνισμοί του δημοσίου όπου τυχαία στο τέλος παραμένει ένας μόνο διεκδικητής.
Οι παραγωγικές επιχειρήσεις που στηρίζονται προσφέροντας αγαθά και υπηρεσίες στους καταναλωτές φεύγουν, είτε λέγονται ΦΑΓΕ, Coca Cola ή Βιοχάλκο – οι κρατικοδίαιτοι μένουν. Ο ιδιωτικός τομέας που δεν “συνεργάζεται” με το δημόσιο θεωρείται παράνομη δραστηριότητα και τιμωρείται δεόντως.
Η κυβέρνηση εμμένει στο πρωτογενές πλεόνασμα γιατί αυτό είναι που της δίνει την ευκαιρία να προχωρήσει σε μια προεκλογική παροχολογία. Κάνουν δηλαδή αυτό που πάντα έκαναν, μοιράζουν το χρήμα του φορολογούμενου για τις εκλογικές τους ανάγκες. Τίποτε δεν έχει αλλάξει, τίποτα δεν θέλουν να αλλάξουν, και γι΄αυτό η Ελλάδα μετατρέπεται καθημερινά σε ένα μεγάλο πτωχοκομείο που διοικείται από μια διεφθαρμένη ελίτ που μόνο σκοπό έχει να απαλλοτριώσει ότι πλούτο έχει παραμείνει ακόμα στην Ελλάδα.