«Οι προσδοκίες από την ΕΚΤ σήμερα είναι πολύ υψηλές. Αυτό δεν είναι υγιές πράγμα», δήλωσε σε συνέδριο του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, αναφερόμενος σε μια σειρά αποφάσεων που θα ανακοινωθούν αργότερα μέσα στην ημέρα από τον Μάριο Ντράγκι, τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. «Πάντα ανησυχώ λίγο όταν οι πολιτικοί στρέφονται στους κεντρικούς τραπεζίτες για να λύσουν τα προβλήματά τους», συμπλήρωσε.
Στο ιστορικό χαμηλό του 0,15% μείωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το βασικό επιτόκιο του ευρώ, μειώνοντας επίσης το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο -0,10% και το επιτόκιο περιθωριακού δανεισμού στο 0,50%.
Eκτός από την μείωση των επιτοκίων, αναμένεται να λάβει και άλλα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σύμφωνα με την Deutsche Welle το σημαντικότερο για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου μέτρο που πιθανότατα θα εγκριθεί σήμερα είναι μια νέα «επιχείρηση ρευστότητας». Πρόκειται για μακροπρόθεσμες πιστώσεις διαρκείας 3-4 ετών, που θα έχουν στοχευμένο χαρακτήρα και θα διατίθενται στις τράπεζες μόνο υπό τον όρο να τις διοχετεύουν στην πραγματική οικονομία και κυρίως για τη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
«Η ΕΚΤ πατάει σε άγνωστο έδαφος» επισημαίνει η Frankfurter Allgemeine Zeitung, σύμφωνα με την Deutsche Welle, παραπέμποντας στα ρίσκα της περαιτέρω χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. «Οι συνέπειες του εγχειρήματος είναι απρόβλεπτες» εκτιμά η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ενώ το γερμανικό τραπεζικό και ασφαλιστικό λόμπι έχει επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου κινδυνολογία, γνωρίζοντας ότι ο μηδενισμός των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά την ζήτηση πολλών χρηματοπιστωτικών προϊόντων και πλήττει την αποταμίευση.
«Το τέλος του καπιταλισμού, όπως τον γνωρίσαμε» διακρίνει το Der Spiegel, τονίζοντας πως για πρώτη φορά «η αποταμίευση θα τιμωρείται». «Τι θα γίνει εάν συνιστά μια νέα κανονικότητα ο συνδυασμός χαμηλών επιτοκίων, αναιμικής ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού που από το 2008 κρατά σε ομηρία τμήματα της Ευρώπης, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία;» διερωτάται το γερμανικό περιοδικό.
Οι επικριτές των μέτρων, όπως ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Γιούργκεν Σταρκ, υπενθυμίζουν ότι «η μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ θα έχει αισθητικό μόνο χαρακτήρα». Επίσης χαρακτηρίζουν «ιδιαίτερα αμφίβολη» την επίδραση που έχει ενδεχόμενο αρνητικό επιτόκιο των τραπεζικών διαθεσίμων στην ΕΚΤ. Όσον αφορά τις στοχευμένες δράσεις για την ενίσχυση της ρευστότητας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών, DIW, Μαρσέλ Φράτσερ, αναφέρει ότι «το πρόβλημα δεν είναι η περιορισμένη ρευστότητα των τραπεζών, αλλά το γεγονός ότι οι τράπεζες αυτές διαθέτουν ακόμη πολλά τοξικά δάνεια στους ισολογισμούς τους».