Γράφουν οι Χ. Γεωργούλας – Π. Κλαυδιανός
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιόμορφο κόμμα. Ενώ έχει γίνει πια με απόφαση του συνεδρίου του ενιαίος πολιτικός οργανισμός, το βιωματικό φορτίο του είναι φορτίο συμμαχικού σχήματος, συνασπισμού κομμάτων. Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς τα ενιαία κόμματα διαμορφώνονται στην πράξη και όχι απλά με μια απόφαση.
Συχνά, όμως, η πραγματικότητα αυτή έχει συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματα των συμμαχιών του με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Από κεκτημένη ταχύτητα άλλοι τείνουν να θεωρούν τη σύναψη συμφωνίας σαν προθάλαμο για την ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ, και άλλοι απαιτούν συχνά από τους υποψήφιους συμμάχους πολιτικά διαπιστευτήρια, που είναι απαραίτητα μόνο για την ένταξη σ’ ένα ενιαίο κόμμα. Ενώ η πολιτική συμμαχία προϋποθέτει ακριβώς ύπαρξη διαφοράς, η οποία δεν επιτρέπει μεν τη συνύπαρξη στο ίδιο κόμμα, γεφυρώνεται όμως με την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας από την οποία επωφελούνται και οι δύο «συμβαλλόμενοι».
Οι συγχύσεις αυτού του είδους παρουσιάζονται ελλείψει μιας ουσιαστικής συζήτησης με σκοπό τη διαμόρφωση μιας πάγιας και καλά σχεδιασμένης πολιτικής συμμαχιών. Ενδεικτικό των συγχυτικών φαινομένων, για παράδειγμα, είναι ότι εκείνοι ακριβώς που δυσκολεύονται περισσότερο να ενταχθούν ουσιαστικά στον τρόπο λειτουργίας ενός δημοκρατικά συγκροτημένου ενιαίου κόμματος (υπάρχουν ακόμα «συνιστώσες» που δεν έχουν αυτοδιαλυθεί), είναι συνήθως εκείνοι που διστάζουν περισσότερο μπροστά στα ζητήματα που θέτει μια πολιτική συμμαχιών. Ενώ, δηλαδή, οι ίδιοι νιώθουν πιο καλά σ’ ένα κόμμα που δεν έχει αποβάλει ακόμα πλήρως τα χαρακτηριστικά του συμμαχικού σχήματος, διστάζουν να δεχτούν ως συμμάχους άλλες πολιτικές δυνάμεις, που δεν είναι καθόλου υποχρεωμένες να πληρούν τους αυστηρούς όρους, που θα τους έκαναν αποδεκτούς στο ενιαίο κόμμα.
Το αποτέλεσμα είναι να συναντάει κάποιος στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην πρακτική του συχνά, όλες τις εκδοχές της πολιτικής συμμαχιών, από τις πιο ευρύχωρες μέχρι τις πιο στενόχωρες. Για ένα κόμμα που βρίσκεται προ της διεκδίκησης της κυβέρνησης, το πρόβλημα αυτό είναι πολύ σοβαρό, γιατί μπορεί, αφ’ ενός, να το απομακρύνει από αυτήν λόγω ευκαιριών και αφερέγγυων χειρισμών, αφ’ ετέρου μπορεί να κάνει εξαιρετικά ασταθή την κυβέρνησή του αφήνοντάς τη χωρίς τους απαραίτητους σταθερούς συμμάχους.
Συμμαχίες και «ανοίγματα»
Μπορεί αυτά τα προβλήματα να λυθούν και τα αγωνιώδη ερωτήματα να απαντηθούν χωρίς την επεξεργασία σοβαρής και συγκροτημένης πολιτικής συμμαχιών; Η απάντηση είναι φανερή, αλλά το ζήτημα είναι ότι η μέχρι τώρα πρακτική περιορίζεται είτε στις (πρώιμες) προσπάθειες προσέλκυσης προσώπων και κινήσεων στον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην προώθηση συνεργασιών με πρόσωπα που, όπως λέγεται συνήθως, σηματοδοτούν διαφόρων ειδών «ανοίγματα».
Στόχος αυτών των «σηματοδοτήσεων» είναι περισσότερο η ενίσχυση της εκλογικής καταγραφής του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ λιγότερο η καλλιέργεια και η συγκρότηση ενός συνασπισμού πολιτικών δυνάμεων σε αντιστοιχία με το συνασπισμό κοινωνικών δυνάμεων που διεκδικούμε στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων. Οι συμπράξεις αυτές γίνονται συνήθως σε μάλλον ασαφή πολιτική βάση. Δεν διατυπώνεται με σαφήνεια το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρούνται, ούτε ο πολιτικός ορίζοντας στον οποίο τοποθετούνται. Πολλές φορές, μάλιστα, ερωτήματα και ενστάσεις σ’ αυτό το πεδίο ερμηνεύονται με ευκολία σαν πρόσχημα για την ακύρωση κάθε είδους συνεργασιών. Άλλοτε πάλι συκοφαντούνται σαν απαίτηση πιστοποιητικού πολιτικών φρονημάτων ή δηλώσεων μετανοίας από τους υποψήφιους συμμάχους.
Κι, όμως, τι πιο αυτονόητο –και απαραίτητο– από μια σαφή συνεννόηση με όσους, πρόσωπα ή ομάδες και κινήσεις, αναζητούν πεδίο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ; Μια τέτοια, συγκροτημένη και σοβαρή, αντιμετώπιση των συμμαχιών και συνεργασιών δεν προκαλεί δυσπιστία στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, ούτε ανακόπτει το ρεύμα προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, κάνει όλο και περισσότερους να τον εμπιστεύονται ακόμα πιο πολύ, ως δύναμη που δεν ενδιαφέρεται για την ευκαιριακή ανάρρωση στην κυβέρνηση, αλλά οικοδομεί με φερέγγυο τρόπο, από τώρα κιόλας, τις προϋποθέσεις για την ευρύτατη στήριξη του ριζοσπαστικού κυβερνητικού έργου της.
«Εκπαιδεύοντας» τους συμμάχους
Ένας τέτοιος σχεδιασμός της πολιτικής συμμαχιών διευκολύνει την προσέλκυση πολιτικών δυνάμεων και πολιτικών προσώπων που δεν ενδιαφέρονται για συμμαχίες ευκαιρίας. Ταυτόχρονα, βοηθάει κι όσους δεν βασανίζουν και τόσο πολύ το ζήτημα, να αντιληφθούν ότι μόνο αν αλλάξουν στάση θα βρουν θύρες συνεργασίας ανοιχτές, και τους απομακρύνει από την επικρατούσα μέχρι σήμερα αντίληψη των συνεργασιών παντός καιρού και χωρίς αρχές.
Μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε καν υποψήφιο σύμμαχο υποχρεώνεις να εμφανιστεί διαφορετικός από αυτό που είναι, ούτε αναγκάζεσαι να μεταλλαχθείς εσύ, προκειμένου να «ανοίξεις». Διατυπώνεις δημόσια τους κοινούς στόχους και τους όρους που συνιστούν τη συνοχή της συμμαχίας. Αν με το σύντροφό σου μέσα σ’ ένα κόμμα γνωρίζεις ότι, παρά τις διαφορές, είσαι υποχρεωμένος να επιδιώξεις από κοινού την εκπλήρωση των κοινών άμεσων και απώτερων στόχων χωρίς εκπτώσεις, με τον σύμμαχό σου είναι απαραίτητο να έχεις αποσαφηνίσει –και ενώπιον των πολιτών– μέχρι πού είστε αποφασισμένοι να συμβαδίσετε. Καθώς επίσης και με ποια «σχήματα» θα προχωρήσετε και από ποιους δρόμους θα διαβείτε. Αυτά είναι τα στοιχεία που σηματοδοτούν ανοίγματα ενισχυτικά της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των λαϊκών τάξεων στις επιλογές του.
Καλοί λογαριασμοί για καλούς συμμάχους
Για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακόψει τη μνημονιακή καταστροφή και να αναστρέψει την κατηφορική πορεία κοινωνίας και οικονομίας οφείλει να μεταβάλλει το συσχετισμό δύναμης που επέτρεψε την επιβολή των μνημονίων. Αυτό στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων και των εκλογικών αναμετρήσεων σημαίνει κατάκτηση της μεγάλης πλειοψηφίας. Στο πεδίο των πολιτικών δυνάμεων σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση, του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων δυνάμεων της αριστεράς, αλλά και τη μέγιστη μετατόπιση δυνάμεων στη διάταξη μνημονιακών / αντιμνημονιακών σχηματισμών.
Παρά την ανάδειξη νέων πολιτικών σχηματισμών πολιτική διάταξη εξαιτίας των ισχυρών κοινωνικών αναταράξεων, και με δεδομένο ότι στην αναδιάταξη αυτή μερίδιο θα έχουν δεξιές και ακροδεξιές εκδοχές της αντίθεσης με τη μνημονιακή πολιτική, είναι πολύ πιθανό η μεταστροφή αυτή να εκδηλωθεί και ως προσωπική ή συλλογική μετατόπιση, προσώπων και δυνάμεων που δεν αντιτάχθηκαν από την αρχή στη μνημονιακή πολιτική. Το να ζητήσεις από αυτούς να εξηγήσουν τον αναστοχασμό τους, να στηρίξουν αυτοκριτικά τη μεταστροφή τους, δεν μπορεί να εξισώνεται με απαίτηση δήλωσης μετανοίας. Είναι μια απλή και καθαρή, εξήγηση με τους αποδέκτες των πολιτικών επιλογών τους, με αυτούς που τώρα ζητούν να τους εμπιστευτούν ξανά.
Κι ούτε είναι απαίτηση διέλευσης από κάποιο καθαρτήριο η υπόμνηση ότι χρειάζεται επίδειξη σεμνότητας από όσους από θέσεις εξουσίας άσκησαν πολιτική που έβλαψε τους πολλούς. Δεν γίνεται κάποιοι πότε με τη μία τοποθέτησής τους και πότε με την ακριβώς αντίθετη, πάντα να βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. Η ίδια τους η αξιοπιστία που επιχειρούν να αποκτήσουν, καταντάει μ’ αυτό τον τρόπο διάτρητη. Η αποχή από τη διεκδίκηση αξιωμάτων είναι μια εντελώς απαραίτητη φάση αυτογνωσίας. Όποιος τη βιώνει σαν έκτιση ποινής που δεν του αξίζει, σίγουρα έχει σοβαρό έλλειμμα αυτογνωσίας.
Δείτε πόσο σοβαρά αντιμετώπισαν το ζήτημα των συμμαχιών οι μνημονιακές δυνάμεις. Πόσο προσπάθησαν να εμφανιστούν μπροστά στο λαό με γραπτή συμφωνία, με άμεσους στόχους και στρατηγικές στοχεύσεις. Χωρίς την, τυπική έστω, αποτύπωση των όρων της συμμαχίας τους, δεν θα μπορούσαν να σταθούν ούτε στιγμή. Κι αν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χρειάζονται μια φορά τη διατυπωμένη με σαφήνεια πολιτική βάση της συμμαχίας τους, προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, ο ΣΥΡΙΖΑ τη χρειάζεται δέκα, προκειμένου να ανατρέψει τις συνέπειες της καταστροφικής πολιτικής τους. Η έλλειψη αυτή δεν θεραπεύεται με μια ευκαιριακή διαχείριση των τρεχουσών αναγκών. Θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα μια κατ’ όνομα πολιτική συμμαχιών, που θα στηριζόταν κυρίως στις δημοσκοπήσεις. Αν έχει νόημα μια πολιτική συμμαχιών, δεν είναι τόσο για την ημέρα των εκλογών, όσο για την επόμενη και τη μεθεπόμενη.