Στην Ελλάδα της κρίσης τα επιπλέον κόστη που επιβαρύνουν τη βιομηχανική παραγωγή θέτουν ζήτημα επιβίωσης για τις επιχειρήσεις. Όταν δε, τα κόστη αυτά οφείλονται σε πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υιοθετήθηκαν στα χρόνια των παχιών αγελάδων, αλλά σήμερα αμφισβητούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τότε ίσως το ζήτημα θα πρέπει να μελετηθεί από την επίσημη πολιτεία. Η εφαρμογή των Μνημονίων δεν αρκεί. Η κυβέρνηση θα πρέπει να διαβλέπει τις αλλαγές που συντελούνται και να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση των εξελίξεων προς όφελος της ελληνικής οικονομίας.
Το κόστος της ενέργειας βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων στις Βρυξέλλες εδώ και αρκετούς μήνες. Πρόσφατα 53 μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρίες μεταξύ των οποίων και κορυφαία ονόματα στον τομέα της ενέργειας (Acciona, Alstom, Ansaldo Caldaie, Areva, EDF, Eneco, Enel E.ON, GDF SUEZ, Iberdrola, Shell κλπ) με επιστολή τους προς τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ζήτησαν την υποβολή έως το τέλος του έτους, σχεδίου νόμου για την αναδιάρθρωση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων (ETS). Οι 53 εταιρίες υπογραμμίζουν την ανάγκη να υπάρξει από την ΕΕ σαφές μήνυμα για την τιμή του άνθρακα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, ώστε να είναι εφικτή η υλοποίηση νέων επενδύσεων.
Στην Ευρώπη το πρόβλημα είναι οι επενδύσεις αλλά στην Ελλάδα όπως είπαμε είναι η επιβίωση και το ΙΟΒΕ εξέδωσε πρόσφατα μελέτη για το κόστος των ρύπων στην βιομηχανία, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις απώλειες της ελληνικής βιομηχανίας εξαιτίας της κατάργησης της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων ρύπων. Προτείνει, την υιοθέτηση ειδικού μηχανισμού αντιστάθμισης ανάλογου με αυτούς που έχουν υιοθετηθεί από την Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Νορβηγία.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ με τις τιμές του CO2 στα 25 ευρώ τον τόνο, οι επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία από το επιπλέον κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις, μπορεί να φθάσουν τα 474 εκ ευρώ σε όρους προστιθέμενης αξίας. Επίσης ορατό είναι το ενδεχόμενο διακοπής της λειτουργίας επιχειρήσεων ή μετεγκατάσταση τους σε χώρες εκτός ΕΕ με συνακόλουθη απώλεια 9.600 θέσεων εργασίας, ενώ τα φορολογικά έσοδα προβλέπεται να μειωθούν κατά 75 εκ ευρώ.