Γράφει ο Χ. Γεωργούλας
«Η χθεσινή ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) σχετικά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δημιούργησε για μια ακόμα φορά σύγχυση…»
Όταν το ρεπορτάζ για τις σχετικές ανακοινώσεις μιας εφημερίδας όπως η «Καθημερινή» ξεκινάει μ’ αυτό τον τρόπο, είναι φανερό ότι υπάρχει πραγματικό πρόβλημα με την πραγματική υπόσταση του περίφημου «πρωτογενούς πλεονάσματος».
Πού εδράζεται η αναφορά περί σύγχυσης; Στην απλή – αλλά μυστικοποιημένη– πραγματικότητα ότι, με βάση τα ίδια τα στοιχεία της Eurostat, το έλλειμμα παρουσιάζεται σαν πλεόνασμα! Σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής αρχής, το 2013 η Ελλάδα είχε δημοσιονομικό έλλειμμα 23,109 δισ. ευρώ. Αν από αυτό το ποσό αφαιρεθούν οι δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησης των δανείων (γιατί έτσι σύμφωνα με τα διεθνώς παραδεδειγμένα, προσδιορίζεται το πρωτογενές αποτέλεσμα, πλεόνασμα ή έλλειμμα) και πάλι καταγράφεται για το 2013 πρωτογενές έλλειμμα ύψους 15,884 δισ. ευρώ. Όπως και να ανακατέψουμε τα νούμερα, δηλαδή, το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη Eurostat, είναι ελλειμματικό (και μάλιστα της τάξης των δεκάδων δισ.)
Το έλλειμμα γίνεται πλεόνασμα
Την ίδια στιγμή που δίνονται στη δημοσιότητα με τον πιο επίσημο τρόπο αυτά τα στοιχεία, η κυβέρνηση, με την άδεια της τρόικας, όχι μόνο πανηγυρίζει την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά παίρνει και το πράσινο φως να μοιράσει ένα μέρος του προεκλογικά. Πώς γίνεται αυτό;
Δεν πρόκειται για οικονομικό παραλογισμό, αλλά για πολιτική συμφωνία με τις ευλογίες της τρόικας, που αφορά τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος ή ελλείμματος με έναν ορισμένο τρόπο, πολύ διαφορετικό από τον κοινά αποδεκτό διεθνώς, αλλά και από τα ισχύοντα στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών. Έτσι, το έλλειμμα των 15,884 δισ. εμφανίζεται αρχικά ως πλεόνασμα 3,388 δισ. και μετά την αφαίρεση ορισμένων εσόδων προσωρινού χαρακτήρα (σύμφωνα με την πολιτική συμφωνία με την τρόικα) μένει –συμβατικό– πλεόνασμα 1,5 δισ. ευρώ.
Γιατί, όμως, κρίθηκε αναγκαία μια τέτοια συμφωνία; Η στόχευσή τους δεν είναι στενά προεκλογική. Κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν έχει συμφέρον μετά από τέσσερα χρόνια σκληρών μνημονιακών μέτρων, τα οποία «απέδωσαν» την τεράστια καταστροφή στο πεδίο των λαϊκών εισοδημάτων και των κοινωνικών δικαιωμάτων, να εμφανίζεται ελλειμματικός ο λογαριασμός. Το κοινό πολιτικό συμφέρον όλων ήταν να εμφανιστεί, μετά την ολοκλήρωση του βασικού καταστροφικού για την κοινωνία έργου, ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε αποδίδει.
Το ζητούμενο πολιτικό συμπέρασμα τόσο για την κυβέρνηση Σαμαρά όσο και για τις κυβερνήσεις των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης, είναι να επιβεβαιωθεί ότι η πολιτική της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πραγματοποίηση πλεονασμάτων, που σημαίνουν κατ’ αυτούς έξοδο από την κρι΄ση.
Στόχος η διατήρηση της λιτότητας
Πρόκειται για μια σκηνοθεσία που αποβλέπει στη διατήρηση της πολιτικής λιτότητας και στη φάση της –ασθενικής έστω–ανάκαμψης, στην οποία ελπίζουν ότι θα εισέλθουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Αν η πολιτική αυτή καθαγιαστεί ως επιτυχημένη, αφού μπορεί, ακόμα και στην ακραία περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, να παράγει πλεονάσματα μέσα σε τέσσερα χρόνια, τότε δεν χρειάζεται να αμφισβητηθεί.
Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι εντεταλμένοι για τη στήριξη αυτής της σκηνοθεσίας, δεν πρόκειται για βήματα εξόδου από τη λογική των μνημονίων και των μεσοπρόθεσμων, αλλά για τη διαιώνισή της. Γιατί αυτός είναι ο πυρήνας της: η διατήρηση στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα της συμμετοχής των εργατικών εισοδημάτων στην κατανομή του ΑΕΠ. Το ιδανικό γι’ αυτούς θα ήταν οποιαδήποτε αύξησή του να μην επηρεάσει το ύψος του μεριδίου της εργασίας, το οποίο παρέχεται με τη μορφή του μισθού ή του κοινωνικού μισθού, όπως διαμορφώνεται στις «πολεμικές» συνθήκες υπέρβασης της κρίσης μέσω μιας περιοριστικής πολιτικής.
Μ’ αυτό τον τρόπο, και τα «οφέλη» της λιτότητας θα αναδειχθούν και οι υποτελείς τάξεις δεν θα νομιμοποιούνται να ζητούν «άκαιρα» μερίδιο από τις διαφημιζόμενες «επιτυχίες» της σκληρής μνημονιακής πολιτικής. Όρος και προϋπόθεση της σταθεροποίησης της «επιτυχίας» αναδεικνύεται η συνέχιση των στερήσεων για τους μισθωτούς.
Από τις στήλες της «Καθημερινής» ο διευθυντής της Αλ. Παπαχελάς προειδοποιεί ότι παρά τις επιτυχίες και την «εντελώς νέα κατάσταση», θα υπάρχουν «άνθρωποι θυμωμένοι», που «θεωρούν ότι η ανάκαμψη που διαγράφεται στον ορίζοντα δεν τους αφορά και δεν θα τους αγγίξει (…) Κάποιοι θα μείνουν παγιδευμένοι στη χρόνια ανεργία και τις φοβερές παρενέργειές της ή στη φτώχεια».
Όλοι αυτοί πρέπει να πιστέψουν από τώρα ότι αξίζει να θυσιαστούν μακροπρόθεσμα για το «γενικό καλό». Ότι το μόνο που έχουν να κάνουν, είναι να πειστούν για την ορθότητα της πολιτικής που σκηνοθετεί πλεονάσματα στη βάση των δικών τους βασικών ελλειμμάτων. Ότι ακόμα και στη φάση της ανάκαμψης, κι αργότερα της όποιας ανάπτυξης, αυτοί θα πρέπει να προσφέρουν το δικό τους έλλειμμα θυσία στα συμφωνημένα μεταξύ των θυτών τους πλεονάσματα.