Πολύς θόρυβος έγινε (για πολλοστή φορά…) τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την αγορά των οπωροκηπευτικών, όπου διαπιστώνεται ότι η ψαλίδα από το χωράφι στο ράφι φτάνει και το 180% και προτείνονται μέτρα για την αποκατάσταση των στρεβλώσεων στην εν λόγω αγορά.
Το θέμα των τιμών των αγροτικών προϊόντων δεν ανέκυψε αίφνης. Εδώ και χρόνια γίνεται λόγος για τις ακριβές τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής και τα ψίχουλα που παίρνει ο παραγωγός για να λέμε και του στραβού το δίκιο.
Όποτε για τον οποιοδήποτε λόγο «σκάει» το ζήτημα στην επικαιρότητα, τόνοι μελανιού χύνονται, πληθώρα δηλώσεων και λύσεων διατυπώνονται, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν γίνεται απολύτως τίποτα. Διότι αν κάτι είχε γίνει και είχε αλλάξει, θα το είχαμε όλοι καταλάβει και δεν θα το ξανασυζητούσαμε.
Τα μέτρα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν λίγο την κατάσταση είναι λοιπόν εδώ και πάρα πολύ καιρό γνωστά. Για παράδειγμα οι αγορές των παραγωγών όπου οι καταναλωτές θα μπορούν να αγοράζουν απευθείας χωρίς μεσάζοντες, προωθήθηκε ως ιδέα από τα Αγροτικής Ανάπτυξης, δημιουργήθηκαν μια- δυο, αλλά στην πορεία το σχέδιο κάπου σκάλωσε.
Άλλο παράδειγμα είναι τα εικονικά τιμολόγια. Με το δέλεαρ της επιστροφής ΦΠΑ αγρότες φαίνεται να δέχονται να φουσκώσουν τα τιμολόγια και έτσι δημιουργείται μια πλασματική τιμή, που αργότερα την πληρώνει ο καταναλωτής κανονικά. Η καθιέρωση βιβλίων εσόδων εξόδων θα έδινε μια κάποια λύση στο θέμα. Η θεσμοθέτησή τους αναμένεται από το νέο έτος και μένει να φανεί ποιους αγρότες θα αφορά και τι επίδραση θα έχει.
Άλλο παράδειγμα είναι τα περίφημα δημοπρατήρια, τα οποία κατά καιρούς έχει εξαγγελθεί ότι θα δημιουργηθούν σε όλη τη χώρα. Ούτε αυτά τα έχουμε δει.
Μπορεί να είναι ίσως η πιο κλισαρισμένη φράση, ωστόσο είναι η μόνη που ταιριάζει σε μια σειρά βασικών «άλυτων» (; ) ζητημάτων που ταλαιπωρούν τον καταναλωτή : δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω…..