Μία τεράστια ποσότητα πλαστικών σκουπιδιών ρυπαίνει όλους τους ωκεανούς της Γης, παρ’ όλα αυτά στη συντριπτική πλειονότητά τους, που φθάνει το 99%, όλα αυτά τα πλαστικά για κάποιο μυστήριο λόγο είναι εξαφανισμένα. Ενώ θα περίμενε κανείς να υπάρχουν εκατομμύρια τόνοι πλαστικών (με δεδομένο ότι οι άνθρωποι παράγουν σχεδόν 300 εκατ. τόνους κάθε χρόνο), μια νέα ισπανική ερευνητική αποστολή, που γύρισε στα μήκη και τα πλάτη των θαλασσών του πλανήτη, εκτίμησε ότι δεν υπάρχουν πάνω από 40.000 τόνοι στους ωκεανούς.
Οι επιστήμονες αδυνατούν να εξηγήσουν το μυστήριο, αλλά κάνουν την ανησυχητική υπόθεση ότι όλα αυτά τα πλαστικά διασπώνται σε μικροσκοπικά κομματάκια, που τα τρώνε τα ψάρια και έτσι εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα – και τελικά στο στομάχι μας. Μία εναλλακτική εξήγηση είναι ότι τα πλαστικά παρασύρονται από τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα και καταλήγουν στους βυθούς των ωκεανών.
Οι ερευνητές της αποστολής Μαλασπίνα του Ισπανικού Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών, με επικεφαλής τον οικολόγο Άνδρες Κοθάρ της Σχολής Επιστημών της Θάλασας του Πανεπιστημίου του Κάντιθ και τον ωκεανογράφο Κάρλος Ντουάρτε, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το “Science”, γύρισαν με τέσσερα ερευνητικά πλοία όλο τον κόσμο συλλέγοντας και αναλύοντας σχεδόν 200.000 δείγματα νερού από βάθη έως 6.000 μέτρων, μεταξύ άλλων μελετώντας την κατά τόπους συγκέντρωση πλαστικών. Επίσης, έλαβαν υπόψη τους ανάλογα στοιχεία από άλλες ερευνητικές αποστολές που είχαν προηγηθεί.
Αυτό που βρήκαν, είναι μάλλον παράξενο. Μετά την εμφάνιση των πλαστικών στη δεκαετία του ’50, θα έπρεπε να υπάρχουν πια πολλά εκατομμύρια τόνοι πλαστικών σκουπιδιών στους ωκεανούς – που όμως δεν υπάρχουν. Επειδή κάθε μεγάλο κομμάτι πλαστικού μπορεί σιγά-σιγά να διασπαστεί από τα κύματα και την ηλιακή ακτινοβολία σε ολοένα μικρότερα κομμάτια (μικρο-πλαστικά), που διαρκούν επί εκατοντάδες χρόνια, οι ερευνητές περίμεναν να βρουν στα δείγματα του νερού πολυάριθμα τέτοια πλαστικά ίχνη διαμέτρου μικρότερης των πέντε χιλιοστών – αλλά περιέργως δεν τα βρήκαν.
Οπότε τίθεται το ερώτημα πού πάνε όλα αυτά τα πλαστικά που πετιούνται στις θάλασσες. Μια πιθανότητα είναι να διασπώνται σε τόσο μικρά κομματάκια που να μην είναι πλέον ανιχνεύσιμα και των οποίων η περιβαλλοντική επίπτωση είναι άγνωστη. Μία άλλη πιθανότητα είναι να μεταφέρονται σε χαμηλότερα βάθη και να επικάθηνται τελικά στους βυθούς, οπότε πάλι δεν μπορούν να εντοπιστούν. Το γεγονός αυτό επίσης έχει απροσδιόριστη περιβαλλοντική επίπτωση, ενώ είναι πιθανό ότι τα μικρόβια των βυθών τρώνε αυτά τα «ουρανόκατέβατα» πλαστικά.
Εκ πρώτης όψεως, όσο λιγότερα πλαστικά μένουν στα επιφανειακά στρώματα των θαλασσών, τόσο το καλύτερο για τους θαλάσσιους οργανισμούς, που έτσι δεν έρχονται σε επαφή μαζί τους. Όμως, δεν αποκλείεται ένα πιο ανησυχητικό σενάριο: τα μικρά ψάρια να τρώνε ένα τουλάχιστον μέρος από τα μικρο-πλαστικά, προτού αυτά φθάσουν στο βυθό. Επειδή τα μεγαλύτερα ψάρια, όπως ο τόνος και ο ξιφίας (που καταλήγουν στα πιάτα μας), τρώνε αυτά τα μικρότερα ψάρια, υπάρχει πιθανότητα οι τοξίνες από τα πλαστικά να μολύνουν τους θαλάσσιους οργανισμούς και τελικά εμάς που τους τρώμε. Οι επιστήμονες, όπως παραδέχονται, αγνοούν προς το παρόν πόσα πλαστικά τρώνε τα ψάρια και ποιές είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Η αποστολή Μαλασπίνα, που άρχισε το 2010, ανακάλυψε ότι πέντε είναι οι κυριότερες περιοχές μεγάλων συγκεντρώσεων πλαστικών σκουπιδιών: στον Βόρειο Ειρηνικό, στον Βόρειο Ατλαντικό, στον Νότιο Ειρηνικό, στον Νότιο Ατλαντικό και στον Ινδικό Ωκεανό. Τα συχνότερα είδη πλαστικών στους ωκεανούς είναι το πολυαιθυλένιο και το πολυπροπυλένιο, πολυμερή χημικά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή πλαστικών προϊόντων καθημερινής χρήσης (σακούλες, συσκευασίες τροφών και ποτών, σκεύη κουζίνας, παιγνίδια κ.α.).