Σύμφωνα με μια νέα μελέτη του ακαδημαϊκού περιοδικού The Milbank Quarterly, αποδεικνύεται ότι η σχέση των μεγάλων εταιρειών καπνοβιομηχανίας με τη μαριχουάνα είναι πιο στενή απ’ ό,τι ήταν γνωστό μέχρι σήμερα. Με βάση παλαιότερα απόρρητα έγγραφα της βιομηχανίας καπνού, η μελέτη αποκαλύπτει ότι, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970, οι καπνοβιομηχανίες είχαν ενδιαφερθεί για τη μαριχουάνα, όχι μόνο ως ανταγωνιστικό προϊόν αλλά και ως άμεσα εκμεταλλεύσιμο από τις ίδιες. Την που χώρες σταδιακά εγκαταλείπουν την πολιτική της ποινικοποίησης, οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη δημιουργίας ενός νομοθετικού πλαισίου, που θα προστατεύει τους πολίτες από τα ισχυρά συμφέροντα των πολυεθνικών του καπνού.
Σύμφωνα με το Alternet.com, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, μέσω της Δικαιοσύνης, κατάφερε να αποσπάσει πάνω από 80 εκατομμύρια σελίδες εσωτερικών εγγράφων καπνοβιομηχανιών. Έτσι διεξήγαγε εκτεταμένη μελέτη, με επικεφαλής τον Καθηγητής Ιατρικής και Διευθυντή του Κέντρου για τον Έλεγχο του Καπνού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Δρ Στάντον Γκλάντζ. Η έρευνα είναι η πρώτη που εξετάζει συστηματικά τα έγγραφα σχετικά με τη σχέση καπνοβημιοχανιών – μαριχουάνας.
Οι συγγραφείς της έρευνας αναφέρουν ότι, παρά τις ένθερμες διαψεύσεις, τρεις πολυεθνικές εταιρείες καπνού, οι Philip Morris, British American Tobacco, και RJ Reynolds, είχαν σχεδιάσει να κατασκευάσουν τσιγάρα που θα περιείχαν κάνναβη. Τονίζουν μάλιστα ότι τα στελέχη των εταιριών αυτών είχαν εκτιμήσει εκείνη την περίοδο πως η κάνναβη θα μπορούσε να αποτελέσει ιδιαίτερα κερδοφόρο προϊόν, επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι οι εταιρίες σκέφτονταν να συμβάλλουν στην νομιμοποίηση της, ως ευκαιρία αύξησης των εσόδων τους.
Ένας από τους στόχους της μελέτης, είναι να ενημερώσουν τους πολιτικούς παράγοντες και όσους ασχολούνται με τα θέματα υγείας, ότι οι καπνοβιομηχανίες είναι έτοιμες να εισέλθουν στην αγορά μαριχουάνας με την πρόθεση να αυξήσουν τη χρήση της. Σταδιακά τα κράτη, το ένα μετά το άλλο, αλλά και ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, όπως το Κολοράντο και Ουάσιγκτον, εγκαταλείπουν την κατασταλτική πολιτική και προωθούν την αποποινικοποίηση της μαριχουάνας για ιατρική αλλά και για ψυχαγωγική χρήση.
Σε έκθεση του London School of Economics, πολλοί ερευνητές, πολιτικοί και πανεπιστημιακοί επισημαίνουν πως «ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών απέτυχε» και καλούν τη διεθνή κοινότητα να αναθεωρήσει την πολιτική της για τα ναρκωτικά. Παράλληλα όμως οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για τη χάραξη πολιτικής και την υιοθέτηση ρυθμιστικού πλαισίου παρόμοιου με την υφιστάμενη νομοθεσία για τον καπνό, με σκοπό την πρόληψη της χρήσης κάνναβης από τη νεολαία και τον περιορισμό της αγοράς και των εταιριών, που επιδιώκουν μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους με τις πωλήσεις της εθιστικής ουσίας.
Τι αποκαλύπτουν τα έγγραφα
Παρά τις δημόσιες δηλώσεις των εταιριών, που αρνούνται την ανάμειξή τους σε έρευνες σχετικές με την κάνναβη, αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών, παρακολουθούν στενά τις πολιτικές και το δημόσιο διάλογο σχετικά με την ουσία. Από τη δεκαετία του 1970, πολλές εταιρείες έχουν ερευνήσει την ανάπτυξη του προϊόντος και την προβλέποντας της νομιμοποίησης του, που, ήθελαν να το μετατρέψουν από «ανταγωνιστή» σε ευκαιρία για την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Οι έρευνες των καπνοβιομηχανιών για την κάνναβη
Ήδη από το 1969, τα έγγραφα δείχνουν ότι η Philip Morris ενδιαφερόταν να ερευνήσει το θέμα της κάνναβης. Με μια 65σέλιδη έρευνα για την κάνναβη, που συγκεντρώνει χημικές, βιολογικές, και φαρμακολογικές πληροφορίες, έλεγχαν τις πιθανές συνέπειες της για τους καπνιστές. Σύμφωνα με την έκθεση του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, η εταιρία Philip Morris ενδιαφερόταν, επίσης, για την ανάλυση του καπνού κάνναβης sativa, με παρόμοιο τρόπο με αυτό που ανέλυαν τον καπνό, ελέγχοντας τη τοξικότητα και το ποσοστό καρκινογόνων στοιχείων.
Επιπλέον, αφού ήρθαν σε επαφή με το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης (DOJ), προσφέρθηκαν να κάνουν την ανάλυση, ως βοήθεια για το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Παρόλα αυτά, ένα ανυπόγραφο σημείωμα προς την ανώτατη διοίκηση της Philip Morris δείχνει ότι, στην πραγματικότητα, το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε από αυτή να διεξάγει την έρευνα.
Παράλληλα, η British American Tobacco είχε ένα αυστηρά εμπιστευτικό «πρότζεκτ κάνναβης». Οι ερευνητές δεν πίστευαν ότι η νικοτίνη και η μαριχουάνα ήταν άμεσοι ανταγωνιστές, και ότι αν η μαριχουάνα γινόταν νόμιμη, θα μπορούσαν να αναπτύξουν ένα ανάμικτο προϊόν.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση των τσιγάρων μέντας της εταιρίας Brown & Williamson. Σύμφωνα με έρευνες της εταιρίας, πολλοί χρήστες μαριχουάνας προτιμούσαν να την καπνίσουν με τσιγάρα μέντας, επειδή με αυτά απαλλάσσονταν από τη ξηρότητα που προκαλεί στο στόμα η κατανάλωση της ουσίας. Έτσι, από τη δεκαετία του 1970 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι εταιρείες καπνού προώθησαν στρατηγικά στην αγορά τσιγάρα μέντας, και ιδιαίτερα στη νεολαία.
Επιπλέον, η μελέτη συνοδεύεται από ένα σχόλιο του Κυβερνήτη του Κολοράντο, Τζον Χίκενλούπερ, στην οποία αναγνωρίζει ότι, ως ένα από τα πρώτα κράτη που νομιμοποίησε τη μαριχουάνα, το Κολοράντο είναι ένα πεδίο δοκιμών για το πείραμα νομιμοποίησης της μαριχουάνας. Κατά τον καθορισμό κανονισμών, το Κολοράντο έχει μετατραπεί σε πείραμα από τις βιομηχανίες αλκοόλ, τυχερών παιχνίδιών και του καπνού, ειδικά όσο αφορά στους ανήλικους και στη δημόσια υγεία.
Να προφυλαχθούν οι πολίτες από τις εταιρείες
Από την πλευρά του, το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, συμβάλλοντας στην έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, αναφέρει ότι εν όψει της αποποινικοποίησης της μαριχουάνα, θα πρέπει να δημιουργηθεί το απαραίτητο νομικό πλαίσιο ώστε να προφυλαχθούν οι πολίτες από τα ισχυρά εταιρικά συμφέροντα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, όσο αφορά στη μαριχουάνα, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι ίδιοι κανονισμοί που ισχύουν και για τον καπνό. Αυτοί περιλαμβάνουν περιορισμούς στη διαφήμιση και τη φορολογία, απαγορεύουν τις πωλήσεις μέσω Διαδικτύου, τα δωρεάν δείγματα, τα αρωματισμένα προϊόντα και επιβάλλουν προειδοποιητικές ετικέτες στις συσκευασίες.