Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ένα μεγάλο λάθος μπορεί να κάνει κανείς στην εξωτερική πολιτική: να πιστέψει ότι τη συμπεριφορά των «παικτών», άρα κατά βάση των κρατών, την ορίζει κάτι άλλο πέρα από το συμφέρον τους. Ακόμα και η ύπαρξη των ενώσεων κρατών, οι οποίες έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό την απεμπόληση ενός μικρού μέρους της εθνικής κυριαρχίας των μελών, δημιουργούνται επί τη βάσει του συμφέροντος. Γιατί, τα κράτη κρίνουν ότι αυτή η παραχώρηση κυριαρχίας γίνεται στο βωμό κάτι καλύτερου, εκτιμούν ότι τα οφέλη που θα αποκομίσουν θα είναι μεγαλύτερα του κόστους.
Αυτός ο συλλογισμός με «τρώει» το τελευταίο διάστημα που βλέπω πολλούς να πανηγυρίζουν για την ξαφνική αλλαγή στάσης των Σκοπίων, σε ό,τι αφορά την ονομασία τους. Δεν έλειψαν εκείνοι που, διαβάζοντας μια συνέντευξη του νέου υπουργού Εξωτερικών της γείτονος στους Financial Times, η οποία αποδόθηκε με λάθος τίτλο, έσπευσαν να πανηγυρίσουν και να μιλήσουν για δικαίωση της επιλογής να μπλοκάρουμε με κάθε τρόπο και σε κάθε εκδοχή την αναφορά της λέξης «Μακεδονία» στο όνομα των Σκοπίων.
Παραβλέπουμε, φυσικά, το γεγονός πως διεθνώς η γείτονας χώρα λέγεται σχεδόν από όλους Macedonia και ότι με το συνταγματικό της όνομα την έχουν αναγνωρίσει παρα πολλά κράτη. Πρόκειται για κάτι τετελεσμένο που δεν θα αλλάξει εύκολα και άμεσα. Συνεπώς, η διαφαινόμενη πιο διαλλακτική στάση των γειτόνων είναι σαφώς καλοδεχούμενη, αλλά μην πετάμε και τη σκούφια μας. Δεν έχουμε απολύτως τίποτε το απτό, πέρα από καλές εκπεφρασμένες προθέσεις. Και, αν κάναμε δουλειά, ιδίως σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα και τις διεθνείς σχέσεις με βάση τις καλές προθέσεις, τότε θα είχαμε πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα. Ας περιμένουμε, συνεπώς, να δούμε τι έχουν να προτείνουν οι γείτονες, ώστε να δούμε, αν υπάρχει βάση συζήτησης ή και η νέα κυβέρνηση θα εγκλωβιστεί στο πλαίσιο του ασφυκτικού εθνικισμού του Γκρουέφσκι.
Ακόμα, ακούω εσχάτως κάποιους να εμφανίζονται λίγο πιο αισιόδοξοι για το Κυπριακό, μιας και βλέπουν την Τουρκια να μην έχει επιλέξει να διαρρήξει διπλωματικές σχέσεις με την Ευρώπη, παρά τους υψηλούς τόνους, ενώ προσβλέπουν και στη στήριξη των ΗΠΑ στην Κύπρο, λόγω της έναρξης της εξορυκτικής δραστηριότητας από αμερικανικές εταιρείες στην ΑΟΖ. Λυπάμαι, αλλά δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία. Και, δεν γνωρίζω τι ακριβώς μήνυμα κομίζει ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ που έφτασε στην Αθήνα και θα πάει αύριο και στη Θράκη για «ιδιωτική επίσκεψη», αλλά δεν είμαι καθόλου πεισμένος για τις καλές και ειλικρινείς προθέσεις των Τούρκων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Με το παρόν status quo, μια χαρά βολεύονται οι Τούρκοι και, ομολογώ, ότι δεν έχω δει κινήσεις των περιφερειακών παικτών που να μπορούν αυτή τη στιγμή να ανατρέψουν τα δεδομένα. Γι’ αυτό, από σοβαρούς συνομιλητές εισπράττω το κλίμα πως δεν έχουν αλλάξει και πολλά, συνεπώς είναι δύσκολο στη Γενεύη ΙΙ να παραχθεί μετρήσιμο αποτέλεσμα.
Όλα αυτά καταδεικνύουν το πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Η κυβέρνηση, αν μη τι άλλο, το γνωρίζει μετά από δυόμιση χρόνια. Και, οφείλει να πορεύεται, όχι απλά με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, αλλά με την επίγνωση ότι και κάθε άλλο κράτος έτσι κινείται και όλες του οι κινήσεις έχουν μια αιτιολογία που εδράζεται σε αυτή τη διαπίστωση. Γι’ αυτό και απαιτείται ψυχραιμία και σύνεση, γιατί η συγκεκριμένη παρτίδα δεν είναι παιχνίδι εντυπωσιασμού, αλλά αντοχής και υπομονής.