Την άμεση ανάγκη συγχρονισμένης πολιτικής απάντησης μπροστά σε μία παγκόσμια οικονομία που βρίσκεται σε συγχρονισμένη επιβράδυνση – σε αντίθεση με τη συγχρονισμένη ανάκαμψη πριν από δύο χρόνια – επεσήμανε η νέα γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα κατά την ομιλία της στην ετήσια Σύνοδο του Ταμείου.
Το 2019, αναμένουμε βραδύτερη ανάπτυξη στο περίπου 90% της παγκόσμιας οικονομίας. Η ευρεία αυτή επιβράδυνση σημαίνει ότι η ανάπτυξη φέτος θα μειωθεί στο χαμηλότερο ποσοστό από την αρχή της δεκαετίας. Και εάν η συγχρονισμένη επιβράδυνση επιδεινωθεί, ίσως χρειαστούμε μια συγχρονισμένη πολιτική απάντηση, υπογράμμισε η Γκεοργκίεβα.
Η αβεβαιότητα, η οποία καθοδηγείται από το εμπόριο, το Brexit και από τις γεωπολιτικές εντάσεις, εμποδίζει το οικονομικό δυναμικό.
Όλοι χάνουν σε έναν εμπορικό πόλεμο. Για την παγκόσμια οικονομία, το σωρευτικό αποτέλεσμα των εμπορικών συγκρούσεων θα μπορούσε να σημαίνει απώλεια περίπου 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2020 ή περίπου 0,8% του ΑΕΠ – όσο περίπου το μέγεθος ολόκληρης της ελβετικής οικονομίας.
Το κλειδί – σύμφωνα με τη νέα επικεφαλής του Ταμείου – είναι η βελτίωση του συστήματος, όχι η εγκατάλειψή του. Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να διατηρούν χαμηλά τα επιτόκια όπου χρειάζεται, ειδικά επειδή ο πληθωρισμός παραμένει υποτονικός σε πολλές χώρες και η συνολική ανάπτυξη εξασθενεί.
Ωστόσο, τα επιτόκια είναι ήδη πολύ χαμηλά ή και αρνητικά σε πολλές προηγμένες οικονομίες και παρατεταμένα χαμηλά ποσοστά έχουν επίσης αρνητικές παρενέργειες και απρόβλεπτες συνέπειες. Σε περιοχές συνεπώς όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Νότια Κορέα, η αύξηση των δαπανών θα συμβάλει στην τόνωση της ζήτησης και του αναπτυξιακού δυναμικού.
Υπάρχει επίσης ανάγκη για περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να αποφέρουν τεράστια οικονομικά οφέλη.
Μία από τις προτεραιότητές του ΔΝΤ είναι να βοηθηθούν οι χώρες που μειώνουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και γίνονται πιο ανθεκτικές στο κλίμα. Στο πλαίσιο αυτό, ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε ένα ασφαλές επίπεδο απαιτεί μια σημαντικά υψηλότερη τιμή του άνθρακα.