Γράφει ο Γρηγόρης Μηλιαρέσης
Σαν ιδέα εμφανίζεται στα γραπτά μερικών από τους μεγαλύτερους στοχαστές της ανθρώπινης ιστορίας, από τον Πλάτωνα ως τον Πασκάλ, όμως με την, κάπως χιουμοριστική μορφή που έγινε διάσημο, το οφείλουμε στον γάλλο μαθηματικό Εμίλ Βορέλ (1871-1956): αν δώσουμε σε άπειρες μαϊμούδες, άπειρες γραφομηχανές και τις αφήσουμε να πληκτρολογούν (προφανώς τυχαία) κάποια στιγμή θα γράψουν όλα τα βιβλία που υπάρχουν στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου ο Μπορέλ, και λίγα χρόνια αργότερα, ο βρετανός αστροφυσικός Σερ Άρθουρ Έντιγκτον (1882-1944) έμειναν μ’ αυτή τους την υπόθεση στην ιστορία σαν οι πατέρες του «Θεωρήματος των Άπειρων Μαϊμούδων».
Οι δύο επιστήμονες –και πολλοί ακόμα πριν και μετά από αυτούς- χρησιμοποίησαν την πρόταση σαν θεωρητική εικονογράφηση των στατιστικών πιθανοτήτων και της τυχαιότητας και άφησαν τα πράγματα εκεί στην εποχή τους δεν υπήρχαν τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ο αμερικανός προγραμματιστής Τζέσε Άντερσον ο οποίος συνδυάζοντας τις υπηρεσίες cloud computing της Amazon και ένα πρόγραμμα που έγραψε ο ίδιος μια γεννήτρια τυχαίων χαρακτήρων κατάφερε όντως να γράψει τυχαία τα άπαντα του Σαίξπηρ και χωρίς μάλιστα να χρειαστεί να περάσει άπειρος χρόνος.
Οι προεκτάσεις του θεωρήματος και της πρακτικής «απόδειξής» του πάνε πέρα από τα μαθηματικά –προσωπικά βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρουσες αυτές που σχετίζονται με την τέχνη, από τους Ντανταϊστές και τον Τζάκσον Πόλοκ ως τον Τζον Κέιτζ και τον Ιάννη Ξενάκη και ως το, σχετικό με το θεώρημα, πρότζεκτ «Signal to Noise» της βελγικής ομάδας LAb[au]. Όσο και αν αυτό εξαγριώνει τον ντετερμινιστή μέσα μας, το τυχαίο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητας –και τα αποτελέσματά του συναρπαστικά.