ΤΑ ΦΑΡΔΙΑ ΠΕΤΑ ΤΟΥ ΒΙΝΤΕΛΑ, Ο ΗΡΩΑΣ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΝΑΝΙΝΓΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΟΚΑΡΙ ΠΟΥ Θ’ ΑΛΛΑΖΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δεν έχω δει, ούτε έχω ακούσει ακόμη για έγχρωμη τηλεόραση. Στην κουζίνα μας βασιλεύει η 36άρα “ΠΙΤΣΟΣ”, θρονιασμένηστο πράσινο μπουφεδάκι, με τα άσπρα πόμολα στα συρτάρια. Με τις οξείες γωνίες της και το κυλινδρικό περιστρεφόμενο κουμπί με τις ραβδώσεις για ν’ αλλάζεις τα κανάλια, ένα πράμα ίσαμ’ ένα χαρτί υγείας.Μόλις έχουμε γυρίσει από μερικές μέρες διακοπές στην Κρήτη.
Ο πατέρας, κατ’ εξοχήν αντιποδοσφαιρικός, παρακολουθεί όρθιος τον τελικό του Μουντιάλ. Εγώ χωμένος στη γωνία του καναπέ της κουζίνας. Παράθυρα ανοιχτά. “Για να δούμε” λέει, μ΄ένα τσαλακωμένο «Δελφοί» στο στόμα. “Να μην το πάρει η χούντα”. Δεν έχω ιδέα ακόμα για τη σημασία που θα παίξει στη ζωή μου η φράση «τί ομάδα είσαι». Ο πατέρας δεν ασχολείται μ΄αυτά και τα πρώτα χαρτάκια με τους παίχτες από τις «τύχες» και τις γκοφρέτες θα έρθουν στα χέρια μου δύο χρόνια αργότερα. Έχω ξαναδεί ποδόσφαιρο. Στο σαλόνι του θείου μου του Νίκου, την περασμένη Άνοιξη, τα παιχνίδια της ΑΕΚ στην Ευρώπη, με Μαύρο και Παπαϊωάννου (δεν ξεχνιέται για ευνόητους λόγους). Αλλά αυτό το Αργεντινή – Ολλανδία είναι στα μάτια μου μια εξωτική εμπειρία. Οι Αργεντινοί παίχτες με τα μαύρα σορτσάκια και τις γκρι ρίγες στη φανέλα είναι αξύριστοι, αχτένιστοι, αγριόφατσες. Οι Ολλανδοί μου φαίνονται πιο καλά παιδιά. Πιο κοντά στον διπλανό μου τον Αντωνάκη. Πιο κοντά και στις εικόνες του αναγνωστικού της Δευτέρας Δημοτικού. Ξανθά ροδαλά μάγουλα και χωρίστρα στην άκρη.
“Γιατί να μην το πάρει η Αργεντινή; Τί πα’ να’ πει χούντα;”
Ο πατέρας: λευκή αθλητική φανέλα, κοντό χακί παντελονάκι με τσέπες, πλαστική καφέ σαγιονάρα («του στρατού») λερωμένη με στάλες από τη λαδομπογιά (κάθε καλοκαίρι έβαφε τη σκάλα της αυλής και τα κάγκελα του μπαλκονιού) κι αναμμένο άλλο ένα «Δελφοί» στο τασάκι, με πιάνει απ’ τον ώμο, κάνει βαθύ κάθισμα με το βλέμμα στην οθόνη και μου δίνει χαμηλόφωνα το πρώτο μάθημα πολιτικής ιστορίας της ζωής μου. “Χούντα είναι όταν σε μια χώρα, δεν αποφασίζει ο κόσμος, όταν δεν γίνονται εκλογές. Όταν κάποιοι άνθρωποι από μόνοι τους, χωρίζουνε τον κόσμο μιας χώρας και λένε ’’ ποιοί είναι φίλοι μας; Αυτοί. Λοιπόν, από σήμερα, εμείς και οι φίλοι μας θα κυνηγάμε όλους τους άλλους, αν δεν κάνουν αυτό που τους λέμε”. Αυτό είναι η Χούντα».
“Και ο αγώνας; Η Αργεντινή ;”
“Μια ιδέα πιο αργά για να το καταλάβω) «Στην Αργεντινή τώρα έχουν χούντα. Και ξέρεις γιατί οι άνθρωποι της χούντας θέλουνε να νικήσει η ομάδα τους; Ε;” “Γιατί;”
“Για να δείξουν σ’ όλο τον κόσμο ότι επειδή νικάνε στο ποδόσφαιρο, είναι δυνατοί και δεν φοβόνται κανέναν…” Δεν το πιάνω. Κάπως σοβαρό το ύφος του όμως κι είναι αρκετό για να με βάλει σε σκέψεις. Μέσα από τα εκατομμύρια χαρτάκια που πετάνε τα πλήθη στο γήπεδο, πότε – πότε η κάμερα δείχνει στην κερκίδα έναν μαυροντυμένο με σκοτεινό μουστάκι, παγερό σαν το χάρο βλέμμα και κάτι πέτα στην καπαρντίνα του, που πιο μεγάλα δεν έχω δει. Σαν έτοιμα να γίνουν μια σατανική μπέρτα, κι αυτός να μεταμορφωθεί σε βρυκόλακα. Κάποιος φευγαλέος φόβος. Βρυκόλακες και δράκουλες. Οι εφιάλτες μου.
“Αυτός ο κύριος, που έδειξε εκεί…Αυτός είναι η χούντα;”
“Αυτός… ναι. Είναι ο Βιντέλα. Το κάθαρμα”. Σωπαίνω και παρακολουθώ τη φασαρία που βγαίνει απ’ την οθόνη. Ένας μαλλιάς που φοράει το 10 στην πλάτη και τον λένε Κέμπες (έχω δει φωτογραφίες του στον «Ταχυδρόμο») έχει βάλει ένα γκολ, η Αργεντινή νικάει 1-0 και το παιχνίδι δεν έχει και πολύ ακόμα. Ο πατέρας φυσάει τον καπνό αγχωμένα. Μπαίνει αλλαγή ένας Ολλανδός. Το νούμερο 2, που έχει ένα όνομα που δε μπορώ να το χωνέψω, τόσο γυναικείο : Νανίνγκα. Λίγο μετά, γίνεται χαμός. Ο Νανίνγκα βάζει γκολ με κεφαλιά. Ο πατέρας πετάγεται πάνω. “Ααααα ! Έλα τώρα, άλλο ένα!
Τώρα που τα έχουνε χάσει !».
Τον παρακολουθώ τρώγοντας κρυφά τα νύχια μου.
“Και τώρα τί θα γίνει;»
“Θα παίξουνε παράταση”.
“Δηλαδή;”
“Άλλη μισή ώρα”. Πάνω που μασάει κάτι παλιοκουβέντες, συμβαίνει το φοβερό. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο ακόμα και τώρα. Μια ψηλοκρεμαστή μπαλιά που δε λέει να προγειωθεί φτάνει κοντά στο τέρμα, ένας Ολλανδός που δε φαίνεται γιατί έχει πέσει πάνω του ένας Αργεντίνος βάζει το πόδι, η μπάλα περνάει τον τερματοφύλακα και … χτυπάει δοκάρι. “Όχι ! Όχι ! Πώωω ! Το είδες; Το είδες;”
Η απογοήτευσή του μεγάλη. “Γιατί ρε άτιμη, γιατί; Λίγους πόντους πιο μέσα… Ααααα…”.
Παρακολουθώ την παράταση στωϊκά, με την εικόνα από το σαδιστικό γκελ που έκανε η μπάλα στο δοκάρι να μη φεύγει από μπροστά μου. Η Αργεντινή νικάει με 3-1. Οι Ολλανδοί με σκυμμένα κεφάλια. Ο σκοτεινός τύπος με το μουστάκι τελικά είναι βαμπίρ, τον δείχνει η τηλεόραση να χαμογελάει με μια σάπια χαρά. Ο πατέρας μου αδειάζει το τασάκι και λέει ήσυχα “Έλα, άντε για ύπνο σιγά – σιγά”. Το έμαθα όλα αργότερα. Ήταν το δοκάρι του Ρέζενμπρινκ. Η στιγμή που η μπάλα είχε ιστορική υποχρέωση να μπει μέσα και πούλησε την ψυχή της. Η στιγμή που θα άλλαζε την ροή του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Που θα ψαλίδιζε εδώ σ΄εμάς αυτή τη βαριά και αδικαίωτη ατμόσφαιρα της μεταπολίτευσης. Θα μας έστελνε το μήνυμα, «η άτιμη», ότι η δημοκρατία κερδίζει πάντα, έστω και στις καθυστερήσεις, έστω και με ήρωα έναν ξεϊγκλωτο με γυναικείο όνομα. Θα μας μάθαινε, μια ώρα αρχύτερα, ότι η χούντα δεν την αξίζει την παράταση.