Η κόρη της Τζένης Βάνου, Αθηνά σπάει την σιωπή της και δίνει τις δικές της απαντήσεις. «Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου μύριζαν πολύ οικογένεια. Η μαμά μου ήταν η τυπική νοικοκυρά και μητέρα, η οποία, παρότι είχε βοήθεια, ήθελε να ετοιμάζει η ίδια το φαγητό μας, να μας πηγαίνει στο σχολείο και να παίζει μαζί μας. Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι στη ζωή μου. Χώρισαν στα δύο μου χρόνια κι έκτοτε δεν είχαμε επαφή και επικοινωνία. ∆εν υπήρξε ο πατέρας που στάθηκε στα παιδιά του, δεν έδινε στη μητέρα μου ούτε μία δραχμή για διατροφή, δεν ανταποκρίθηκε στον ρόλο του. Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα μου τον βοήθησε οικονομικά όταν είχε ανάγκη στα τελευταία χρόνια της ζωής του και παρά τα όσα είχε τραβήξει από εκείνον μας μιλούσε πάντα για το πρόσωπό του με τα πιο ζεστά λόγια. Μητέρα και πατέρας ήταν για εμάς η Τζένη Βάνου» τόνισε στο Πρώτο Θέμα.
Η Τζένη Βάνου στα μάτια της μικρής Αθηνάς φάνταζε απλώς ως μία ακόμη μαμά: «Όταν είσαι παιδί, δεν καταλαβαίνεις τη διασημότητα της μητέρας σου. Είναι μια συνηθισμένη μαμά που απλώς λείπει τα βράδια από το σπίτι. Όχι. Δεν ήμουν από τα κοριτσάκια που ήθελαν να μοιάσουν στη μαμά, να φορούν τα ρούχα της, να ανεβαίνουν στα τακούνια της, να αλλάζουν χτενίσματα και να αποθεώνονται από τον κόσμο. Ήμουν ένα ντροπαλό παιδί. Ένα φοβισμένο, θα έλεγα, παιδί, χωρίς το τσαγανό της μαμάς του. Ήταν σαν να με γέμιζε, σαν να με έκανε επαρκή και ευτυχισμένη η δική της δόξα την οποία την έζησα σε όλο της το μεγαλείο από τα οκτώ μου περίπου χρόνια, όταν μας έπαιρνε τα καλοκαίρια με τον αδελφό μου στα μαγαζιά όπου δούλευε. Μου άρεσε πολύ εκείνος ο κόσμος. Η λάμψη, τα φώτα, τα χειροκρότημα. Το γεγονός ότι η Τζένη Βάνου ήταν η δική μου μαμά».
Η Αθηνά μεγαλώνει με τη φωνή της να τραβάει την προσοχή των δασκάλων και των καθηγητών της. Εκείνη ωστόσο, μέσα της, αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει τον δρόμο της μαμάς: «Όταν βρίσκεται μπροστά σου ένα τόσο μεγάλο όνομα δεν υπάρχει χώρος για σένα. Επίσης, στα χρόνια όπου έπρεπε να αποφασίσω με το τι θα ασχοληθώ στη ζωή μου, η μητέρα μου έτυχε να δουλεύει σε σκυλάδικα, κάτι το οποίο δεν μου άρεσε καθόλου. Με απωθούσαν οι “γλάστρες” που κρατούσαν το μικρόφωνο ανοιγοκλείνοντας απλώς το στόμα, οι παρακμιακοί θαμώνες και οι κονσοματρίς που στέκονταν σε μια γωνία περιμένοντας τον πελάτη. Θυμάμαι πως πήγαινα με βαριά καρδιά στις πρεμιέρες της μαμάς μου και με την επιθυμία να μην ξαναπατήσω ποτέ. Οχι. ∆εν της το είπα ποτέ ευθέως, γιατί δεν ήθελα να την πληγώσω. Η καριέρα της είχε γυρίσει από την ανάποδη, δούλευε καθαρά για βιοποριστικούς λόγους και η οποιαδήποτε κριτική από την πλευρά μου θα ήταν σαν να της έριχνα μαχαιριά. Έτσι, στα 21 μου, αποφάσισα να γίνω καθηγήτρια αγγλικών, κάτι με το οποίο ασχολούμαι μέχρι σήμερα».
Στα 25 της, ωστόσο, ένας χωρισμός την κάνει να πει το «ναι» σε πρόταση να τραγουδήσει: «Μετά τον χωρισμό μου από μια μακροχρόνια σχέση ήθελα πέρα από τη διδασκαλία αγγλικών να κάνω και κάτι άλλο. Την εποχή εκείνη είχαν ανθήσει τα μεσημεριανά ελληνάδικα με live μουσική, κάτι που μου άρεσε πολύ. Τελείως τυχαία το μπαράκι όπου σύχναζα στη Νέα Σμύρνη αποφάσισε να κάνει ένα τέτοιο πρόγραμμα και όταν ο ιδιοκτήτης μού έκανε την πρόταση να τραγουδήσω είπα με μεγάλη χαρά το “ναι”. Θυμάμαι πως είχα πάρει 20.000 δραχμές, χρήματα που φάνταζαν στα μάτια μου σαν μια ολόκληρη περιουσία. Εκτοτε, η μία πρόταση έφερνε την άλλη και δεν σταμάτησα να τραγουδάω μέχρι σήμερα. Ποτέ ωστόσο δεν αποπειράθηκα να πάω σε μεγάλο μαγαζί, γιατί ήμουν πολύ δειλή, πολύ φοβητσιάρα και… πολύ κόρη της Βάνου».
Η Αθηνά θα μείνει στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα της μέχρι τα 30 της χρόνια: «Η μόνη της αυτοκαταστροφική τάση ήταν το κάπνισμα, που το ξεκίνησε για να χοντρύνει τη φωνή της. Από κει και ύστερα ούτε έπινε, ούτε έπεφτε σε βαριές μελαγχολίες. Κάπνιζε όμως υπερβολικά πολύ, ακόμη και τρία πακέτα την ημέρα».
Η πρώτη μεγάλη οικονομική καταστροφή για την Τζένη Βάνου έρχεται το 2008, αναγκάζοντάς την να πουλήσει το σπίτι της στη Νέα Σμύρνη και να ζήσει στο ενοίκιο: «Επειδή με ενοχλεί να διαβάζω τις ανακρίβειες που γράφονται από δω κι από κει, όπως το ότι η μητέρα μου πέθανε πάμφτωχη στον δρόμο, θέλω να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: η μητέρα μου δεν πέθανε στην ψάθα, απλώς έφτασε στο σημείο να μην είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Μία τραγουδίστρια με τέτοιες επιτυχίες θα έπρεπε να έχει περιουσία και ασφάλεια και όχι να ζει με τιμητική σύνταξη. Και εκείνη, όπως και χιλιάδες Έλληνες, μπήκε στο παραμύθι των δανείων και των καρτών, ένα παραμύθι με κακό τέλος. Από τότε κλείστηκε στο σπίτι, σταμάτησε το τραγούδι και κατέπεσε συναισθηματικά και σωματικά».
Το 2012 αισθάνεται έντονους πόνους στον λαιμό και μια λάθος ιατρική διάγνωση κάνει την κατάσταση αφόρητη: «Θυμάμαι ότι επί ένα χρόνο η καημένη δεν μπορούσε καν να φάει. Έπειτα από ενάμιση χρόνο που ξαναπήγαμε στον γιατρό διέγνωσαν καρκίνο στην επιγλωττίδα. Μετά την αφαίρεση του όγκου οι γιατροί μάς το παρουσίασαν σαν μεμονωμένη περίπτωση καρκίνου που κάνει σπάνια μετάσταση. Πέρασε ένα μαρτυρικό καλοκαίρι και γύρω στον Οκτώβρη, όταν άρχισε να παίρνει λίγο τα πάνω της, ξεκίνησε να έχει αφόρητους πόνους στη μέση. Ο καρκίνος είχε καταστρέψει τα πάντα: συκώτι, πλευρά, οστά… Κάποια στιγμή γύρισε και μας είπε ψιθυριστά: «Παιδιά μου, αφήνω τις τελευταίες μου πνοές».
Τι είναι εκείνο που σόκαρε περισσότερο την Αθηνά σ’ όλη αυτή την ιστορία; «Μ’ αυτό που έχω σοκαριστεί περισσότερο απ’ όλα είναι το πώς έχω ξεχάσει τις κόντρες μας, τις διαφωνίες μας, τους τσακωμούς μας, τα νεύρα μας. Τίποτε απ’ όλα εκείνα που μας έκαναν κάποτε “αντίπαλες” δεν υπάρχει πια. Τώρα κατάλαβα πόσο τη λάτρευα, πόσο ανάγκη την είχα, πόσο πολύ τη χρειαζόμουν, ακόμη και τις στιγμές που με θύμωνε. Κι αυτές τις αγαπώ, κι αυτές τις χρειάζομαι, κι αυτές θα μου λείψουν. Τα τελευταία χρόνια με φώναζε “αηδόνι μου” κι έκλαιγε κάθε φορά που ερχόταν να με δει στα μαγαζιά όπου τραγουδούσα. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ τα περσινά της γενέθλια. Είχα μαζέψει στο μαγαζί όλη την οικογένεια, της αφιέρωσα το «∆ώσ’ μου τ’ αθάνατο νερό», ήπιε λίγο παραπάνω, δάκρυσε και μου είπε: «Σ’ ευχαριστώ, κόρη μου. Αλλά γιατί μάζεψες όλους τους συγγενείς; Λες να είναι τα τελευταία γενέθλια της ζωής μου;».