Γράφει ο Δημήτρης Ράπτης*
Στον απόηχο του περιστατικού στη θαλάσσια περιοχή των Ιμίων που έλαβε χώρα το βράδυ της Δευτέρας 12 Φεβρουαρίου 2018 κατά το οποίο τουρκική ακταιωρός εμβόλισε την πλώρη του ελληνικού περιπολικού σκάφους του Λιμενικού Σώματος, «Γαύδος», θα εξετασθεί η σημειολογία των τουρκικών κινήσεων καθώς και η αυξημένη τουρκική προκλητικότητα και παραβατικότητα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου.
Η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των τουρκικών προκλήσεων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο σίγουρα έχει συγκεκριμένη στόχευση και είναι αποτέλεσμα καλά μελετημένων πολιτικών ως απόρροια των καλά μελετημένων κινήσεων του αντιπάλου (για την Τουρκία αντίπαλοι στο πεδίο του Αιγαίου και της ΝΑ Μεσογείου είναι η Ελλάδα και η Κύπρος). Για να κατανοήσουμε τη σημασία των τουρκικών κινήσεων στην ευρύτερη περιοχή του εθνικού μας ενδιαφέροντος οφείλουμε να εξετάσουμε τα γεγονότα και από τη θέση της γείτονος χώρας λαμβάνοντας γνώση του εσωτερικού πεδίου και των αυξημένων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Τουρκία.
Στην Ελλάδα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είμαστε ο νούμερο ένα στόχος της Τουρκίας και ούτε το σημαντικότερο πρόβλημά της τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η σχεδιασμένη επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» που ακολούθησε μετά την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» στο Αφρίν της Συρίας είναι γεγονός που αποδεικνύει ότι το σημαντικότερο εσωτερικό και εξωτερικό πρόβλημα της γείτονος είναι το κουρδικό στοιχείο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και η πιθανότητα δημιουργίας Κουρδικού κράτους που θα αναδειχθεί σε μείζον πρόβλημα με εδαφικές, πληθυσμιακές, πολιτικές και άλλες περιφερειακές προεκτάσεις. Η ένθερμη και ενεργή παρουσία της Τουρκίας στη Συρία έχει ως στόχο την αποτροπή της παραπάνω εξέλιξης γεγονός που την απομακρύνει από τους στόχους των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, οι οποίες στηρίζουν τις κουρδικές μονάδες πολιτοφυλακής που μάχονται κατά του ISIS και αντιμετωπίζουν επίσης αποτελεσματικά θα λέγαμε τις τουρκικές επιθέσεις. Ως αποτέλεσμα των αντιτιθέμενων αντικειμενικών πολιτικών σκοπών των δύο χωρών, η Τουρκία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη Δυτική Συμμαχία και το ΝΑΤΟ.
Παρατηρούμε ότι παρά τις σοβαρές πολυεπίπεδες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Τουρκία, επιλέγει να διευρύνει εμπράκτως ένα ήδη ανοιχτό και ευαίσθητο μέτωπο στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Γνώμη του γράφοντος είναι ότι οι κινήσεις αυτές δεν είναι άνευ σημασίας και αποτελούν μέρος ενός συγκροτημένου σχεδίου, που στόχο έχει να προσθέσει περισσότερα θέματα στην αναθεωρητική ατζέντα της γείτονος και να δημιουργήσει τετελεσμένα σε περίπτωση θερμού επεισοδίου. Από τη μία η Τουρκία με τις παραπάνω κινήσεις δείχνει ισχυρή περιφερειακή «εδαφική» παρουσία που εκτείνεται από το Αιγαίο Πέλαγος μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο και βαθύτερα στη Μέση Ανατολή και από την άλλη δηλώνει ισχυρή και ετοιμοπόλεμη παρά τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Ένα παιχνίδι, το οποίο με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, ξεφεύγει από τη σφαίρα της επικοινωνιακής πολιτικής και περνάει στη σφαίρα των απειλητικών και συνάμα αποφασιστικών κινήσεων.
Αποδέκτες των κινήσεων αυτών είναι σε εσωτερικό επίπεδο η αντιπολίτευση εντός του τουρκικού κοινοβουλίου και σε εξωτερικό επίπεδο α) οι ΗΠΑ, β) η Ελλάδα και γ) η Κύπρος. Συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ στέλνουν μήνυμα αποφασιστικότητας. Η Τουρκία φαντάζει ανεξέλεγκτη και αποτελεί την τελευταία τριετία ένα σταθερό και μόνιμο πονοκέφαλο για τις ΗΠΑ εντός των κόλπων του ΝΑΤΟ επιδεικνύοντας μία αυξανόμενη αντισυμμαχική συμπεριφορά. Εύκολα θα χαρακτηριζόταν ένας «αντισυμβατικός σύμμαχος» τον οποίο οι ΗΠΑ δε θέλουν να καταπολεμήσουν παρά μόνο να κατευνάσουν. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αυξημένη παραβατικότητα και προκλητικότητα αποτελεί μία προσπάθεια ενίσχυσης των ήδη υπαρχόντων για την Τουρκία «γκρίζων ζωνών» και δημιουργίας νέων διευρύνοντας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την ατζέντα των διεκδικήσεων. Στην Κύπρο, η πολύ πρόσφατη παρενόχληση και παρεμπόδιση του πλου του γεωτρύπανου της ΕΝΙ εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι προφορικές απειλές, δείχνουν εμπράκτως τη διάθεση της Τουρκίας να διεκδικήσει ακόμα και περιοχές στις οποίες δεν έχει απολύτως καμία δικαιοδοσία καταπατώντας σε κάθε περίπτωση το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία γνωρίζει ότι η ανακάλυψη σημαντικής ποσότητας υδρογονανθράκων στην Κυπριακή ΑΟΖ και η μετέπειτα εκμετάλλευσή τους, μπορεί σε βάθος χρόνου να αλλάξει τις ισορροπίες εις βάρος της και να δώσει το πάνω χέρι στην Κυπριακή Δημοκρατία και ένα δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί με προεκτάσεις φυσικά στο άλυτο Κυπριακό Ζήτημα. Επομένως, με στρατιωτικά μέσα ως χώρα που ακολουθεί μία ρεαλιστική και αναθεωρητική εξωτερική πολιτική παρεμποδίζει και φτάνει με την ακραία ρητορική του Προέδρου και άλλων ισχυρών παραγόντων να στείλει μηνύματα τόσο στην Κυπριακή Δημοκρατία όσο και στις ενεργειακές εταιρείες κολοσσούς οι οποίες όπως είδαμε δεν θα ρισκάρουν έμψυχο και άψυχο υλικό για να προχωρήσουν σε έρευνες και μετέπειτα εξορύξεις όταν βλέπουν ότι η Τουρκία είναι ένας ατίθασος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα.
Είναι γνωστό ότι η χώρα μας ακολουθεί μία πολιτική κατευνασμού προτάσσοντας πάντα το διεθνές δίκαιο και το σεβασμό στα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η προφανής ερώτηση σε αυτό το σημείο είναι η εξής: Εφόσον παρατηρούμε ότι η κατευναστική πολιτική δεν πιάνει τόπο και οι σύμμαχοί μας σε ΕΕ, ΟΗΕ και ΝΑΤΟ δε συμμαζεύουν έναν αδιάλλακτο παίκτη που καταπατά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, γιατί δεν αλλάζουμε την εξωτερική μας πολιτική; Για την αλλαγή της εξωτερικής μας πολιτικής φυσικά θα πρέπει να αποσαφηνιστούν ορισμένα ερωτηματικά. Τι θεωρούμε κρίση στο Αιγαίο και πότε αυτή η κρίση ξεπερνά τα όρια του επικοινωνιακού χαρακτήρα και εντυπωσιασμού και περνά στην άλλη όχθη του θερμού επεισοδίου; Ποια είναι η πραγματική σχέση μας με τις «συμμαχικές και φίλιες» δυνάμεις της χώρας μας και κατά πόσο είναι σε θέση να μας στηρίξουν σε περίπτωση κλιμάκωσης μίας κρίσης;
Πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό ότι με τα διαβήματα σε διεθνείς οργανισμούς δεν μπορούμε να έχουμε απτά αποτελέσματα. Φυσικά κανείς δεν επιθυμεί τον πόλεμο. Τα βήματα που θα μπορούσε να ακολουθήσει η Ελληνική Κυβέρνηση έχουν ως βασικό στόχο την αποτροπή κλιμάκωσης μιας κρίσης. Θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές, με τρόπο αυστηρό, πάντα στα πλαίσια της διπλωματικής οδού, ότι η χώρα μας δεν θα ανεχτεί περαιτέρω προκλήσεις, εντάσεις και παραβιάσεις σε αέρα και θάλασσα. Οφείλουμε να πείσουμε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους μας στην ΕΕ ότι σε περίπτωση που προκληθεί θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο η Ελλάδα θα αντιδράσει και θα απαντήσει δυναμικά με αποτέλεσμα να διακινδυνεύσει με κατάρρευση η ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ σε περίπτωση γενικευμένης σύγκρουσης και αδυναμίας αποτελεσματικής αποτροπής της γείτονος. Με λίγα λόγια θα πρέπει να δείξουμε αποφασιστικότητα και μηδενική υποχώρηση στα ζητήματα που άπτονται της εθνικής μας κυριαρχίας. Παρατηρούμε ότι οι τουρκικές προκλήσεις τον τελευταίο καιρό είναι επίμονες και αδιάκοπες καθώς επίσης ότι ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα πλαίσια εικονικών αερομαχιών. Οι ισορροπίες στο Αιγαίο είναι πολύ λεπτές και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, κ. Pyat, υπάρχει φόβος και αυξημένη ανησυχία για ατύχημα[1]. Η Ελλάδα έχει αποδείξει πολλάκις ότι αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Είναι η χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο και προάγει την ειρηνική επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών, ωστόσο πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι θα είναι και η χώρα που πρώτη θα απαντήσει σε κάθε πρόκληση που βάλλει κατά της εθνικής της ακεραιότητας και κυριαρχίας προτού να είναι αργά.
Ο Δημήτρης Ράπτης είναι Δόκιμος Αναλυτής του ΚΕΔΙΣΑ