Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφάσισε να ακυρώσει διατάξεις σχετικές με τη μείωση αποδοχών των ένστολων, ενώ απέρριψε προσφυγές άλλων δημοσίων υπαλλήλων. Τι να συνέβη; Αυτονομήθηκαν τα σώματα ενστόλων από την κοινωνία; Ενισχύεται το αξιόμαχο; Αποτελούν άραγε ένα άλλο κράτος μέσα στο κράτος; Απολαμβάνουν αξιοπρέπειας υψηλότερου επιπέδου από αυτήν που δικαιούνται οι υπόλοιποι πολίτες; Ή μήπως η δικαστική εξουσία επιλέγει τον κατευνασμό, μην τυχόν και βγει ο στρατός (ξανά) έξω από τους στρατώνες; Αυτά και άλλα ερωτήματα ζητούν απαντήσεις από τους δικαστές μας οι οποίοι δείχνουν, με κάποιες αποφάσεις τους, να συναινούν στην εκτροπή ακόμα κι αυτής της δικαστικής εξουσίας σε μια αναντίρρητη εφαρμογή του «δικαίου» έκτακτης ανάγκης που διαστρέφει κάθε έννοια ουσιαστικής δικαιοσύνης.
Κανόνας η μείωση του μισθού
Η επίμαχη απόφαση για τους ένστολους, σε αντιδιαστολή με τις συλλήβδην απορριπτικές αποφάσεις που αφορούν άλλους εργαζόμενους, ανεξαρτητοποιείται από την επιχειρηματολογία στην οποία κατέφυγε το ΣτΕ, και λαμβάνει αυτοτελή αξία ως έμπρακτη απόδειξη της συρρίκνωσης της δικαιοσύνης σε ρόλο επιτηρητή της εφαρμογής του κρατούντος οικονομικού ορθολογισμού που τείνει να αποτελέσει το σκληρό πυρήνα μια ανομιμοποίητης «συνταγματικής» νέας τάξης, η οποία χαρακτηρίζεται από το αξίωμα του Thomas Hobbes “auctoritas non veritas facit legem” (η εξουσία, και όχι η αλήθεια, κάνει το νόμο). Ειδικότερα, το ΣτΕ δείχνει να έχει προσχωρήσει στην άποψη ότι η μείωση του κόστους εργασίας και των κοινωνικών δαπανών είναι στόχοι επιβεβλημένοι. Έτσι, ενώ η μέριμνα για την υγεία και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών εκδηλωνόταν με τη θεσμοθέτηση κανόνων δημοσίου δικαίου, τώρα πλέον έχει αναχθεί σε κανόνα δημόσιας τάξης η μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων.
Όσοι όμως πιστεύουν ότι το κράτος δικαίου δεν οικοδομήθηκε μόνον ως επιστέγασμα ιστορικών περιόδων ευμάρειας, αλλά αποτελεί θεμελιακή συνιστώσα της παρούσας συνταγματικής τάξης και δεν μπορεί να εγκαταλείπεται προ της ευκαιριακής επίκλησης της εκάστοτε οικονομικής συγκυρίας, οφείλουν να μην υποστείλουν τον αγώνα για την αμεροληψία της Δικαιοσύνης. Κι είναι γι’ αυτό πολύτιμη η υπόμνηση του Π. Κονδύλη ότι «καμιά αισιοδοξία δεν είναι νοητή χωρίς ρητή ή σιωπηρή αναφορά σε μια καλύτερη πραγματικότητα, που κάποτε υπήρξε ή θα έπρεπε να υπάρξει και καμιά αισιοδοξία δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αν δεν αναφέρεται στην υπερνίκηση των υφιστάμενων κακώς κείμενων».
Το εγχείρημα δυσχερές, καθώς ούτως ή άλλως η δικαστική εξουσία δεν παύει να αποτελεί εγγενή μηχανισμό κρατικής επιβολής. Από αυτή την άποψη υιοθετώ την πνευματική διαθήκη του αείμνηστου καθηγητή και ακαδημαϊκού I. Μανωλεδάκη που συνοψίζεται στις λίγες γραμμές που ακολουθούν: «Σε ένα κράτος δικαίου, δηλαδή σε ένα κράτος όπου η εξουσία αυτοπεριορίζεται κατά την άσκησή της με νομικούς κανόνες που ισχύουν απαρέγκλιτα για όλους, η Δικαιοσύνη αποτελεί τη σημαντικότερη πολιτειακή λειτουργία. Διότι σε αυτήν ανατίθεται κατά το Σύνταγμα ο έλεγχος της τήρησης των νόμων, από την ίδια την πολιτειακή εξουσία σε όλες τις μορφές άσκησής της».
Αίτημα η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης
Η οποιαδήποτε εξουσία, λοιπόν, βρίσκεται υπό τον διαρκή δικαστικό έλεγχο, που ανακόπτει ως φραγμός κάθε αυθαίρετη, καταχρηστική ή καθ’ υπέρβαση άσκησή της. Με την ανάθεση αυτού του εγγυητικού (υπέρ του πολίτη) ρόλου τα δικαστήρια αποκτούν παράλληλα και έναν περιοριστικό των άλλων εξουσιών προορισμό. Για να επιτελέσει όμως ο δικαστικός λειτουργός αυτόν τον προορισμό του, θα πρέπει να υπερβεί την ιδιότητά του ως φορέα της ενιαίας (κατ’ άρθρο 26 Σ.) κρατικής εξουσίας και να αποστασιοποιηθεί από αυτήν. Κι εδώ είναι που ανακύπτει ως αίτημα η δικαστική ανεξαρτησία. Έτσι δεν λειτουργεί ως ανεξάρτητος -ως εγγυητής των ελευθεριών του πολίτη και ως ελεγκτής της άσκησης εξουσίας- ο δικαστής εκείνος που, ταυτιζόμενος με τη νομοθετική εξουσία, εφαρμόζει αντισυνταγματικούς νόμους ή, ταυτιζόμενος με τη διοίκηση, δεν ακυρώνει μια παράνομη διοικητική πράξη.
Είναι φανερό ότι τα δικαστήρια, ως «πυλώνας» του κράτους δικαίου, δέχονται και τους κραδασμούς της σύγκρουσης με εκείνες τις δυνάμεις που τα θεωρούν εμπόδιο στη χωρίς όρια ικανοποίηση των συμφερόντων τους. Όταν η αντοχή των δικαστών για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους εμφανίζεται μειωμένη σ’ αυτή τη σύγκρουση, το κράτος δικαίου διέρχεται «κρίση».
Την υπόμνηση αυτή είχα επαναλάβει εν αναμονή της απόφασης για την προστασία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Κινούμενος από το καθήκον για την απόδοση ουσιαστικής δικαιοσύνης.