Ανατριχίλα και αποτροπιασμό προκαλούν οι συγκλονιστικές μαρτυρίες τεσσάρων ανθρώπων που έζησαν την φρίκη της κράτησης του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Βορείου Κορέας.
Οι αποκαλύψεις των συγκεκριμένων κρατουμένων ήρθαν στο φως της δημοσιότητας από την εφημερίδα Daily Mail και κάνουν λόγο για βάναυση μεταχείριση, πείνα, αλλά και ”αιφνίδιους” ή ”αναίτιους” θανάτους.
Η Κιμ Γιονγκ Σουν, η οποία έζησε για εννέα χρόνια τη φρίκη των στρατοπέδων, ήταν η πρώτη που μίλησε. Μάλιστα εξήγησε ότι η αιτία της φυλάκισής της ήταν πως είχε πει ότι μία φίλη της είχε σχέση με τον Κιμ Γιονγκ ΙΙ.
Η Κιμ Γιόνγκ βρίσκονταν στο στρατόπεδο Γιόντοκ, βορειανατολικά της Πιονγκγιάνγκ μαζί με τους γονείς της και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της. Η ίδια ανέφερε στο βίντεο της Διεθνούς Αμνηστίας ότι πρόκειται για «ένα ανατριχιαστικό μέρος».
Η άτυχη γυναίκα έθαψε χωρίς φέρετρο τους γονείς της και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της, ηλικίας εννέα, επτά, τεσσάρων και ενός ετών. Οι συγγενείς της Κιμ είχαν πεθάνει από την πείνα και την σκληρή εργασία. «Όταν οι γονείς μου και τα παιδιά μου πέθαναν από την πείνα τύλιξα τα άψυχα κορμιά τους με άχυρο και τους έθαψα μόνη μου» είπε η άτυχη γυναίκα.
Επίσης μίλησε και ένας πρώην δεσμοφύλακας ο οποίος αποφάσισε να σπάσει την σιωπή του και έκανε ανώνυμη καταγγελία. Ο ίδιος ανέφερε ότι η στρατηγική που ακολουθείται στα στρατόπεδα ονομάζεται «Guilt by Association» και η δημιουργία ενόχων γίνεται συνειρμικά και γίνεται με σκοπό να χαθούν έως και τρεις γενιές των κρατουμένων. Ο δεσμοφύλακας αποκάλυψε επίσης ότι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι βίαζαν τις γυναίκες και μετά τις σκότωναν.
Οι ανατριχιαστικές διηγήσεις του δεσμοφύλακα δεν σταμάτησαν εκεί καθώς είπε και τους δύο τρόπους με τους οποίους σκότωναν τους κρατούμενους. Ο πρώτος ήταν να τους βάλουν να σκάψουν ένα λάκκο και στη συνέχεια τους χτύπαγαν με ένα μεταλλικό σφυρί και ο δεύτερος ήταν να τους στραγγαλίσουν με ένα σκοινί από καουτσούκ.
Η Πάρκ Τζι-Χιούν κατάφερε να επιβιώσει από το στρατόπεδο Όνσουνγκ όπου είχε πάει επειδή προσπάθησε να το σκάσει από έναν αγρότη που την είχε αγοράσει. Η γυναίκα μίλησε για κακομεταχείριση της ίδιας αλλά και όλως των υπόλοιπων γυναικών ενώ ανέφερε ότι την ανάγκασαν να κάνει τεστ εγκυμοσύνης: «Όσες γυναίκες ήταν έγκυες τις ανάγκαζαν να αποβάλλουν είτε τραβώντας είτε τρέχοντας με φορτία με χώμα, δουλειές που τις έκαναν συνήθως τα ζώα».
Όσοι ήταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εργάζονταν από τις 4:30 τα ξημερώματα μέχρι να νυχτώσει και στη συνέχεια παρίστανται σε συνεδριάσεις μέχρι τα μεσάνυχτα.
Οι άνθρωποι αναγκάζονταν να τρώνε ζωοτροφές ή ακόμα και σπόρους που βρίσκονταν στις κοπριές των ζώων, σύμφωνα με την μαρτυρία του πρώην στρατιωτικού Τζο Κιμ που μίλησε για την πείνα που είχε εξαπλωθεί σε όλη τη βόρεια Κορέα.
«Είδα σωρούς ανθρώπων που είχαν πεθάνει σε δημόσιους χώρους» είπε ο ίδιος και περιέγραψε τις δημόσιες εκτελέσεις που γίνονται σε όλη τη χώρα.
«Οι άνθρωποι ουρλιάζουν με τρόμο σε αυτό το θέαμα, το πλήθος βρυχάται, είναι τόσο φρικτό όλο αυτό, που ενστικτωδώς κλείνεις τα μάτια σου και γυρίζεις το κεφάλι σου αλλού. Δεν μπορείς να κοιμηθείς μετά. Σε στοιχειώνει αυτή η εικόνα τόσο όταν είσαι ξύπνιος όσο και στα όνειρά σου», είπε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πάνω από 200,000 άνθρωποι κρατούνται σε αυτά τα στρατόπεδα στη βόρεια Κορέα και το βίντεο με τις μαρτυρίες έρχεται την ώρα που τα Ηνωμένα Έθνη είναι έτοιμα να δημοσιοποιήσουν μία έκθεση για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη βόρεια Κορέα.
Ο Μάικλ Κίρμπι, πρώην επικεφαλής του δικαστικού σώματος της Αυστραλίας και πρόεδρος της έρευνας δήλωσε μετά τα προκαταρκτικά συμπεράσματα, ότι οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της βόρειας Κορέας έχουν περάσει «ανείπωτες βαρβαρότητες» ενώ δεν δίστασε να συγκρίνει τις συνθήκες κράτησης με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης που αποκαλύφθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πάντως οι εμπειρογνώμονες που έχουν ερευνήσει την υπόθεση δεν πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη έρευνα θα έχει κάποια επίδραση στο καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ. Ταυτόχρονα οι μάρτυρες του βίντεο παραμένουν απαισιόδοξοι και δεν πιστεύουν ότι θα γίνει κάτι ή θα υπάρξει κάποια τιμωρία για το καθεστώς μετά και από τη δημοσιοποίηση της έρευνας.