Γράφει ο Δημήτρης Σούλτας
Η φωτογραφία που δημοσιεύει το “Θέμα” συζητήθηκε πολύ και είναι απολύτως φυσιολογικό. Γίνεται όμως παράλληλα και μια ευρύτερη συζήτηση για το αν πρέπει κάποιος να τραβήξει φωτογραφία αν βρεθεί μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση, αν πρέπει να δημοσιευτεί και κυρίως ποιος δημοσιεύει και για ποιον λόγο.
Θεωρώ τελείως άστοχη την άποψη που λέει ότι δεν πρέπει κανείς, ερασιτέχνης ή επαγγελματίας να φωτογραφίζει όταν βρίσκεται μπροστά σε μία επίθεση ή μια δολοφονία ή μια σύγκρουση όταν αυτή συμβαίνει σε δημόσιο χώρο. Προφανώς και θα φωτογραφίσει. Πρώτα απ’ όλα γιατί η φωτογραφία μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Μην “ποινικοποιούμε” την κίνηση να φωτογραφίσει κάποιος. Κρίνουμε την πρόθεση. Όσο για το επιχείρημα ότι καλό θα ήταν να βοηθήσει και όχι να φωτογραφίζει νομίζω ότι είναι απολύτως υπερβολική.
Όταν βρίσκεσαι μπροστά σε έναν άνθρωπο ο οποίος έχει μαχαιρωθεί το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να καλέσεις ασθενοφόρο, αν δεν το έχει κάνει κάποιος άλλος. Κανείς δεν γνωρίζει, την ώρα που συμβαίνει το περιστατικό, αν θα συλληφθεί ο δράστης και τις ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη. Αυτός που φωτογραφίζει δεν παίζει το ρόλο ντετέκτιβ. Καταγράφει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μια φωτογραφία της οποίας την πηγή γνωρίζουμε. Αν μάλιστα προέρχεται από αστυνομικό που ήταν εκεί την τράβηξε και την έδωσε ή την πούλησε στην εφημερίδα, τα δεδομένα αλλάζουν.
Από την άλλη υπάρχει ο ισχυρισμός ότι καλώς δημοσιεύτηκε γιατί αποτελεί ντοκουμέντο. Συγκρίνεται μάλιστα με ντοκουμέντα άλλων δολοφονιών σε άλλες ιστορικές στιγμές, όπως η δολοφονία Λαμπράκη, η εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα κλπ. Ας σκεφτούμε πρώτα απ’ όλα ποιος τραβάει τη φωτογραφία. Η φωτογραφία που τραβήχτηκε στη δολοφονία Λαμπράκη ήταν ντοκουμέντο, δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα και μέσω αυτής ο αναγνώστης ενημερώνεται για το γεγονός. Η φωτογραφία του Τσε τραβήχτηκε από τους δολοφόνους και μοιράστηκε για να “παραδειγματίσει”. Και οι δύο αποτελούν ντοκουμέντο, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη γιατί φωτίζει αμέσως το γεγονός, η δεύτερη αποκτά την έννοια του ντοκουμέντου μετά από καιρό. Τη στιγμή που διανέμεται είναι στοιχείο ενός προπαγανδιστικού μηχανισμού.
Στη περίπτωση του “Πρώτου θέματος” έχουμε να κάνουμε με ένα “ντοκουμέντο” το οποίο δεν δημοσιεύεται την επόμενη της δολοφονίας, η δημοσίευση του έρχεται πολλές μέρες μετά, δεν μας φωτίζει σε σχέση με την υπόθεση και γίνεται από έναν εκδότη που θέλει να πουλήσει. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια δόλια χρήση του “ντοκουμέντου”. Αυτό όμως δεν μπορεί να μας οδηγήσει στο να καταδικάζουμε (ή να υποστηρίζουμε) οποιαδήποτε φωτογραφία, απ’ οποιοδήποτε σημείο, σε οποιαδήποτε ιστορική στιγμή. Είναι επικίνδυνη απλούστευση.
Το πρόβλημα μας πολλές φορές, μέσα στην ένταση και την οργή που κυριαρχούν στις μέρες μας, είναι ότι ρέπουμε συνεχώς σε γενικεύσεις, θέλουμε να χωρέσουμε την άποψη μας σε ένα “ναι” ή ‘όχι” ή σε ένα “υπέρ” ή “κατά” και δεν εξετάζουμε τις παραμέτρους.