Γράφτηκε από τους: Μάκης Σπαθής, Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
Στις ευρωεκλογές και στο δεύτερο γύρο των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 25ης Μαΐου θα δοθούν τελικά απαντήσεις σε ορισμένα κομβικής σημασίας ερωτήματα. Ερώτημα πρώτον: Θα καταφέρει το αστικό σύστημα εξουσίας να ανασυγκροτήσει στο πολιτικό επίπεδο το δικομματικό σύστημα, ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, όπως ήταν δομημένο μέχρι την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης ή θα προχωρήσει σε νέες μορφές πολιτικής εκπροσώπησης με βασικό κορμό τη ΝΔ και υποστηρικτικά σωσίβια τύπου Ελιάς, Ποταμιού και ενδεχομένως ΔΗΜΑΡ; Στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος η απάντηση είναι σχετικά απλή με τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Η οικονομική κρίση, η προσφυγή στο ΔΝΤ, η Τρόικα, τα αντικοινωνικά μέτρα των μνημονιακών κυβερνήσεων δημιούργησαν μια πρωτοφανή, για τα μεταπολεμικά χρόνια, ανθρωπιστική κρίση, έπληξαν τους δημοκρατικούς θεσμούς και διατάραξαν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα της χώρας όπως αυτό είχε δημιουργηθεί μετά την πτώση της δικτατορίας.
Ο ένας πυλώνας του συστήματος, το ΠΑΣΟΚ, έχοντας την πρώτη περίοδο την ευθύνη για την υιοθέτηση και την εφαρμογή αυτής της καταστροφικής πολιτικής, μπήκε σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης εκπροσώπησης. Απομονώθηκε από τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία για μια μεγάλη περίοδο εξέφραζε, και κατέληξε ουρά της πιο ακραίας Δεξιάς του Σαμαρά και των διαφόρων Φαήλων και Μπαλτάκων.
Η διεκδίκηση των μεσαίων στρωμάτων
Οι προσπάθειες των μεγάλων συγκροτημάτων του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου να ανασυγκροτήσουν αυτό τον πυλώνα του συστήματος με την κίνηση των 58 ή τη ρευστοποίηση του ΠΑΣΟΚ προς την Ελιά απέτυχαν παταγωδώς, για να προχωρήσουν στη συνέχεια σε μια νέα απόπειρα με το πείραμα του Σ. Θεοδωράκη που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η επιχείρηση αυτή εγείρει σοβαρά ερωτήματα και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Οι εκλογές της 25ης Μαΐου θα δώσουν την οριστική απάντηση στα ερωτήματα αυτά, αλλά μέχρι τότε θα πρέπει κανείς, απαλλαγμένος από τις εντυπώσεις που δημιουργούν οι δημοσκοπήσεις και το μιντιακό σύστημα, να επιχειρήσει μια πιο διεισδυτική ματιά στις κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται και τροφοδοτούν μια σοβαρή εκλογική απήχηση αυτής της εκδοχής.
Υπάρχει πράγματι διάχυτη η εντύπωση στην Αριστερά, ότι τα μεσαία κοινωνικά στρώματα έχουν ανεπανόρθωτα πληγεί και δεν υπάρχει χώρος για την αναγέννηση του πολιτικού Κέντρου. Είναι όμως πράγματι έτσι; Ή μήπως εξακολουθεί να παραμένει ένα σημαντικό τμήμα ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων που δεν έλκεται από τις ριζοσπαστικές προτάσεις της Αριστεράς, αλλά αντίθετα φαντασιώνεται και ελπίζει στην επιστροφή της προ κρίσης κατάστασης; Είναι δηλαδή πιθανόν να συμβεί αυτό που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις με την αδιευκρίνιστη ψήφο που αναζητά προσωρινό καταφύγιο στο κόμμα των αδιευκρίνιστων προθέσεων και στο Ποτάμι; Μήπως η εικονική επάνοδος στις αγορές που διαφημίζει η κυβέρνηση Σαμαρά και Βενιζέλου, όσο ακριβή κι’ αν είναι προς το παρόν αφού το χρέος παραμένει μη διαχειρίσιμο, είναι ελκυστική ως πρόταση διαχείρισης εκ μέρους του αστισμού; Σίγουρα με αυτή του την κίνηση ο τελευταίος κλείνει ξανά το μάτι στους αδιόρθωτους νοσταλγούς που συμμετείχαν στο πάρτι των φοροαπαλλαγών, των δανειακών διευκολύνσεων και της διάσωσης των αποταμιεύσεων και των περιουσιακών στοιχείων που του έχουν απομείνει.
Είναι φανερό ότι το σύστημα εξουσίας θα δώσει την τελική μάχη με όλες τους τις δυνάμεις χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αν καταφέρει να επιβιώσει πολιτικά τότε θα ανοίξει μια νέα περίοδος μέσα στην οποία θα κυριαρχήσει στην κοινωνία η απογοήτευση και ο πεσιμισμός. Ο στόχος των οικονομικών ελίτ να οδηγήσουν το ελληνικό πείραμα μέχρι το τέλος του θα έχει στην περίπτωση αυτή οδυνηρές συνέπειες όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά και για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους.
Η ψήφος της 25ης Μαΐου
Και εδώ τίθεται το δεύτερο ερώτημα: Πού εδράζεται η παρατεταμένη κατάσταση της σχετικής κοινωνικής ύφεσης που βιώνουμε σήμερα, σε αντίθεση με τους ριζοσπαστικούς κοινωνικούς αγώνες της διετίας 2010-2012, και παρά την βάρβαρη κοινωνική πολιτική; Έχει τις ρίζες της στην απογοήτευση, μοιρολατρία, το φόβο και τη λογική της ήττας. πράγμα που θα καταγραφεί με μια διευρυμένη εκλογική αποχή, ή κυριαρχεί το σύνδρομο της πολιτικής ανάθεσης που θα εκφρασθεί με μια υπερψήφιση των αντιμνημονιακών κομμάτων και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ;
Η 25η Μαΐου θα σφραγίσει με απόλυτο τρόπο τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας. Στις εκλογές αυτές δεν υπάρχουν περιθώρια για χαλαρή ψήφο. Κάθε κοινωνική κατηγορία που έχει υποστεί τέσσερα χρόνια τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης, οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι μικροί επιχειρηματίες, οι πτυχιούχοι, οι νέοι χωρίς δουλειά και προοπτική θα πρέπει να λειτουργήσουν ως κοινωνικά υποκείμενα με συλλογική ευθύνη, πολιτική συνείδηση και περισυλλογή ώστε να εκφράσουν με την ψήφο τους κάθε συσσωρευμένη οργή σε μια κίνηση απελευθέρωσης και προοπτικής. Το ερώτημα που τίθεται συνακόλουθα και που ασφαλώς θα απαντηθεί στις επερχόμενες εκλογές, είναι αν η σιγή, αν η αποστράτευση, για να χρησιμοποιήσουμε έναν ακραίο όρο, του κινήματος είχε σχέση με την απογοήτευση ή με τη λογική της ανάθεσης και ανατροπής μέσω των εκλογών. Δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα, όσο κι αν η ανάθεση και η έλλειψη αγώνων και κινηματικών δράσεων αποτελούν για τη ριζοσπαστική Αριστερά, ένα μεγάλο πρόβλημα. Το ζήτημα αυτό θα κριθεί από τη συμμετοχή στις εκλογές. Η απογοήτευση οδηγεί στην αποχή. Η αντίληψη ότι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες μπορούν να δώσουν λύσεις οδηγεί στη συμμετοχή και στην επιλογή αριστερών ψηφοδελτίων. Οι προβλέψεις στο σημείο αυτό, όπως αποτυπώνονται στις σφυγμομετρήσεις, δεν μοιάζουν να απαντούν με πειστικό τρόπο στο ερώτημα αυτό. Γιατί είναι γνωστό στον καθένα ότι αυτές δεν καταγράφουν με αντιπροσωπευτικό τρόπο δεδομένα από το σύνολο των κοινωνικών ομάδων που είναι αποκλεισμένες από τις έρευνες των δημοσκόπων, δεδομένου ότι έχουν πρόσβαση μόνον στο 10% του εκλογικού σώματος.
Η διάθεση για απαλλαγή και ο ΣΥΡΙΖΑ
Και είναι εδώ που θα δοθεί για τη δική μας Αριστερά η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, δηλ. αν θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ η πολιτική δύναμη που θα εκφράσει, έστω και εκλογικά, τη διάθεση για απαλλαγή από τη σημερινή καταστροφική πολιτική. Είναι γεγονός ότι μετά την εκλογική καταγραφή του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ με την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς συμπύκνωσε το αίτημα του κόσμου για κοινωνική αλλαγή. Στο πολιτικό επίπεδο εκπροσώπησε τη μεγάλη πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας στο δημόσιο και ιδιωτικό φορέα, τη νέα γενιά, τους ανέργους και μέρος μικροαστικών στρωμάτων που υφίστανται τις δραματικές συνέπειες της κρίσης. Ένα σημαντικό τμήμα λαϊκών μερίδων που είχε συμπτύξει μια ιδιότυπη ταξική συμμαχία με τη μεσαία και αστική τάξη, όπως αυτή εκπροσωπούνταν από τους δύο πυλώνες του αστισμού, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αναζήτησε πολιτική εκπροσώπηση στην αντιμνημονιακή ρητορική της Χρυσής Αυγής και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Το ζητούμενο γι’ αυτές τις εκλογές για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το εάν θα προωθήσει τις κοινωνικές διεργασίες για να διευρύνει την επιρροή του στο σύνολο των κοινωνικών μερίδων που δεν έχουν άλλη ελπίδα πέραν από την κατάργηση των μνημονίων και την απόκρουση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Αν, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρίσκεται σε ρήξη και αντιπαράθεση όχι μόνο με τον εσωτερικό αντίπαλο, αλλά και με την κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική που επιμένει πεισματικά στη συνέχιση του πειράματος, πείραμα το οποίο κατά τον Γιούνκερ δεν θα ανεχόταν κανένας βορειοευρωπαϊκός λαός.
Είναι σαφές ότι ο συσχετισμός δυνάμεων στο χώρο της Αριστεράς καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ – ανεξάρτητα από μικρά ή μεγάλα λάθη – τον κύριο εκφραστή της κοινωνικής διαμαρτυρίας και φορέα κυβερνητικής αλλαγής. Έτσι εξάλλου μπορεί να εξηγηθούν και οι άθλιοι χαρακτηρισμοί, και οι πρωτοφανείς επιθέσεις που εξαπολύει, με τη διακριτική υποστήριξη των κέντρων εξουσίας, η ηγεσία του ΚΚΕ κατά του ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την εξέλιξη αυτή.
Στις 25 Μαίου θα κριθεί, τελικά, αν το αστικό σύστημα εξουσίας θα καταφέρει να ανασυγκροτηθεί και πάλι στο πολιτικό πεδίο. Αν η κοινωνία, έστω και δια της ανάθεσης, θα εκφράσει τη διάθεση της για την απαλλαγή της χώρας από την καταστροφική πολιτική των μνημονίων. Και αν ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα λάθη και τις αδυναμίες, θα αποτελέσει το αντίπαλο δέος του αστισμού και τον βασικό εκφραστή αυτής της μεγάλης ανατροπής που θα ανοίξει νέους δρόμους όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Να είμαστε λοιπόν αισιόδοξοι δίνοντας τον καλύτερό μας εαυτό για μια νικηφόρα έκβαση της μάχης που βρίσκεται μπροστά μας.