Οι πρόωρες εκλογές στη Γαλλία, εκτός από κρας τεστ για την ακροδεξιά στην Ευρώπη, αποτελούν και δοκιμασία για την γαλλική οικονομία και το νέο σύμφωνο δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. που είχε τεθεί σε αναστολή το 2020 και επανήλθε σε ισχύ από φέτος.
Από την επαύριο των ευρωεκλογών, μόλις ο Εμανουέλ Μακρόν ηττήθηκε από την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν και προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, στην αγορά εμφανίστηκαν κάποια σημάδια ανησυχίας, με πωλήσεις ομολόγων και μετοχών, αλλά και με υποχώρηση του ευρώ στη διεθνή αγορά συναλλάγματος.
Οι κινήσεις αυτές αποδόθηκαν στην αβεβαιότητα η οποία επικρατεί σε πολλά πεδία: Η πρώτη παράμετρος της εξίσωσης που καλούνται να λύσουν οι επενδυτές είναι το αποτέλεσμα των εκλογών και εάν τελικά το κόμμα της Λεπέν θα κερδίσει, εξασφαλίζοντας τις έδρες που θα της επιτρέψουν να συμμετάσχει στην κυβέρνηση ή εάν, αντιθέτως, το μέτωπο «Αντι-Λεπέν» στο οποίο ποντάρει ο Μακρόν θα συσπειρωθεί και θα κερδίσει.
Το εκλογικό σύστημα για τις γαλλικές βουλευτικές εκλογές είναι πλειοψηφικό, κάτι που σημαίνει ότι στον δεύτερο γύρο ευνοούνται οι συμμαχίες, οπότε τίποτα δεν αποκλείεται, παρόλο που η «Εθνική Συσπείρωση» της Λεπέν (πρώην «Εθνικό Μέτωπο) προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
Ο δεύτερος «άγνωστος» της εξίσωσης είναι η συμπεριφορά μιας κυβέρνησης με συμμετοχή Λεπέν και κατά πόσον θα κινηθεί «αντιευρωπαϊκά» δημιουργώντας κλυδωνισμούς στην Ε.Ε. ή ακόμα εάν θα υλοποιήσει τις υποσχέσεις της για παροχές ανεβάζοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού με κίνδυνο να δημιουργήσει κρίση στην αγορά ομολόγων.
Άλλωστε, το έλλειμμα του γαλλικού προϋπολογισμού έχει φτάσει ήδη στο 5,5% του ΑΕΠ, ενώ και το χρέος κινείται κοντά στο 110% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα ήδη η Γαλλία, να έχει ενταχθεί στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος μαζί με την Ιταλία, το Βελγιο και άλλες 4 χώρες.
Το μεγάλο ρίσκο σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν να μεταδοθεί μια τέτοια κρίση και στην Ιταλία και να προκύψει μια νέα κρίση χρέους στην Eυρωζώνη.
Oι τιμές των γαλλικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει, με αποτέλεσμα η απόδοσή τους (το επιτόκιο, το οποίο κινείται αντίστροφα με την τιμή) να έχει ανέβει και η διαφορά σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα (το λεγόμενο σπρεντ) να έχει αυξηθεί κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 2020. Το γεγονός αυτό προκάλεσε και μικρότερη άνοδο στο σπρεντ των ιταλικών ομολόγων με τα γερμανικά, δείχνοντας την σχέση των δύο αγορών και τον κίνδυνο μετάδοσης σε περίπτωση αναταράξεων. Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι τα σπρεντ βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό, επομένως αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο κίνδυνος προς το παρόν δεν είναι μεγάλος, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι η ΕΚΤ έχει δείξει τις τελευταίες δεκαετίες ότι παρεμβαίνει στην αγορά για να ισορροπήσει τα πράγματα προτού η κατάσταση εξελιχθεί σε κρίση.
Στο πολιτικό πεδίο, εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η Μαρίν Λεπέν και ο εκλεκτός της, ο 28χρονος Ζορντάν Μπαρντελά που θεωρείται υποψήφιος για πρωθυπουργός εάν το κόμμα εξασφαλίσει πλειοψηφία, προφανώς έλαβαν τα μηνύματα της αγοράς και έχουν βάλει αρκετό νερό στο κρασί τους και «μαζεύουν» αρκετές από τις εξαγγελίες τους σε σχέση με παροχές.
Και οι δύο δήλωσαν ότι θα σεβαστούν τους κανόνες της Ευρώπης και τη δημοσιονομική ισορροπία, παρόλο που η πλευρά του Μακρόν, δια του υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ δηλώνει στα οικονομικά φόρα ότι μια κυβέρνηση Λεπέν θα φέρει στη χώρα το ΔΝΤ.
Πολλοί πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν μάλιστα ότι η Λεπέν έχει πάρει «μαθήματα» από την συμπεριφορά της Τζόρτζια Μελόνι, η οποία από τη στιγμή που ανέλαβε την πρωθυπουργία έχει προσαρμοστεί πλήρως στις απαιτήσεις και το πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ε.Ε.
Με τα δεδομένα αυτά, την επόμενη μέρα στη Γαλλία, εφόσον η «Εθνική Συσπείρωση» κερδίσει και συμμετάσχει σε κυβέρνηση, το «παιχνίδι» θα είναι στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η οποία θα κληθεί να αποφασίσει κατά πόσον θα στηρίξει τα γαλλικά ομόλογα εάν παραστεί ανάγκη.
Ασφαλώς, οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ έχουν και πολιτικό χαρακτήρα, καθώς σε περίπτωση ξεπουλήματος ομολόγων θα πρέπει να επιλέξει εάν θα παρέμβει στηρίζοντας την γαλλική κυβέρνηση ή να μην παρέμβει αφήνοντας την αγορά να δημιουργήσει πολιτική πίεση.
H EKT διαθέτει ειδικό μηχανισμό για τέτοιες παρεμβάσεις, το Transmission Protection Instrument (TPI) το οποίο μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2022.
Το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου 2022, μάλιστα, η ΕΚΤ είχε παρέμβει αγοράζοντας ιταλικά ομόλογα με αποτέλεσμα να σταθεροποιήσει την αγορά, τη στιγμή που ο Μάριο Ντράγκι παραιτείτο από τη θέση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού της Ιταλίας προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές για το Σεπτέμβριο, τις οποίες κέρδισε η Τζόρτζια Μελόνι αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία.
Όπως χαρακτηριστικά διερωτάται ο Robin Brooks του Brookings Institute των ΗΠΑ: τι θα είχε συμβεί στις ιταλικές εκλογές του 2022 εάν η ΕΚΤ δεν είχε στηρίξει την ιταλική αγορά, τα ιταλικά σπρεντ εκτοξεύονταν στα ύψη; Μήπως το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν διαφορετικό; Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με δεδομένο το προηγούμενο του 2022, η ΕΚΤ δύσκολα θα μπορεί να αποφασίσει να μην παρέμβει στην περίπτωση που τα γαλλικά ομόλογα χρειαστούν υποστήριξη.
ΠΗΓΗ: newmoney.gr