Tις έντονες αμφιβολίες της για το «οικονομικό θαύμα» της Ελλάδας διατυπώνει η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), επικαλούμενη μεταξύ άλλων τα συμπεράσματα από το 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
«Η Ελλάδα υποφέρει από την ύφεση της Ευρώπης και χρειάζεται κι άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» συνοψίζει o αρθρογράφος Christian Schubert, επικαλούμενος όσα άκουσε τις ημέρες του Φόρουμ.
«Σήμερα η Ελλάδα μετριέται περισσότερο σαν ένα κανονικό κράτος με βάση τα μέτρα αποτελεσματικότητας. Η κριτική από το στρατόπεδο των εργοδοτών είναι αποκαλυπτική. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση βάζει σε τάξη τα δημόσια οικονομικά δεν αρκεί. Αυτό εγείρει ερωτήματα:
Έχει η ελληνική οικονομία να προσφέρει περισσότερα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία; Όχι ακόμη, ήταν η απάντηση που δόθηκε από αρκετούς ομιλητές.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στοχεύουν μόνο στην αγορά ακινήτων και στον τουρισμό; Δυστυχώς, ακόμα πολύ συχνά. Εξάγει η χώρα πολύτιμα μεταποιητικά προϊόντα; Όχι σε επαρκή βαθμό.
Υποφέρει ο πληθυσμός από τις υψηλές τιμές και αναγκάζεται να ρευστοποιήσει τις αποταμιεύσεις του; Σίγουρα».
Στο ίδιο κλίμα, τον περασμένο Φεβρουάριο το γερμανικό δίκτυο RND προειδοποιούσε την Ελλάδα για τις… παλιές αμαρτίες χρέους.
«Όταν ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης θέλει να δανειστεί χρήματα, οι επενδυτές προσώρας κάνουν ουρά. Για του λόγου το αληθές, ο ΟΔΔΗΧ βγήκε στην αγορά αυτή την εβδομάδα με ένα δεκαετές ομόλογο, η έκδοση υπερκαλύφθηκε πάνω από δέκα φορές.
Αν μη τι άλλο, η τεράστια ζήτηση για ελληνικό χρέος τεκμηριώνει την πανηγυρική επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Υπενθυμίζεται πως μόλις πριν από δώδεκα χρόνια η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Οι επενδυτές πέταξαν ελληνικά τα ομόλογα από τα χαρτοφυλάκιά τους, γεγονός που οδήγησε σε πτώση των τιμών τους και, ως εκ τούτου, σε αύξηση των αποδόσεων».
Εκείνη την εποχή, οι ελληνικοί τίτλοι αποκαλούνταν στις χρηματοπιστωτικές αγορές χλευαστικά ως «ομόλογα ούζου» – κάτι το οποίο αποτελούσε ξεκάθαρα υπαινιγμό για την απόδοση των ομολόγων, η οποία, ούσα στο 40%, προσομοίαζε αριθμητικά με την περιεκτικότητα του ελληνικού εθνικού ποτού σε αλκοόλ.
Ωστόσο, η χώρα θεωρείται πλέον και πάλι καλός και φερέγγυος οφειλέτης.
Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα τυγχάνουν διαπραγμάτευσης σταθερά κάτω από τις αποδόσεις συγκρίσιμων ιταλικών τίτλων σε όλες τις λήξεις.
Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου ήταν 4,5% στα τέλη Σεπτεμβρίου 2023 και αυτή τη στιγμή είναι 3,2%.
Τέσσερις από τους πέντε μεγάλους οίκους που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αξιολόγησαν θετικά τα ελληνικά ομόλογα ως προβιβάζοντάς και πάλι το ελληνικό αξιόχρεο στην επενδυτική βαθμίδα.
Σύμφωνα με όσα ανέφεραν, η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα δικαιολογείται από τη θετική πορεία που τροχοδρομεί το ελληνικό χρέος.
Και παρότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μακράν το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ σε σχέση με την οικονομική παραγωγή, εντούτοις καμία άλλη χώρα δεν έχει μειώσει τον δείκτη χρέους της τόσο γρήγορα όσο η Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια (κατά 45 ποσοστιαίες μονάδες ήτοι από 206% του ΑΕΠ το 2020 σε 161% στο τέλος του 2023).
Η δομή του ελληνικού χρέους είναι ιδιαίτερη
Σύμφωνα με το RND, η επιτυχία της μείωσης του χρέους οφείλεται στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τη συνετή δημοσιονομική πολιτική, αλλά κυρίως στην ιδιαιτερότητα της δομής του ελληνικού χρέους: το 71% των υποχρεώσεων οφείλεται σε δάνεια που έχει παράσχει ο δημόσιος τομέας, δηλαδή πιστωτές όπως το Euro Stability Fund (ESM) και ο προκάτοχός του EFSF.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της δεκαετίας του 2010, η Ελλάδα έλαβε δάνεια ύψους 289 δισ. ευρώ.
Τα επιτόκια είναι μόνιμα χαμηλά και οι αποπληρωμές θα διαρκέσουν έως το 2070.
Με μέση διάρκεια αποπληρωμής τα 20 χρόνια, το ελληνικό χρέος έχει το πιο ευνοϊκό προφίλ από όλα τα κράτη του ευρώ.
Επίσης, η Ελλάδα δεν έχει καταβάλει ακόμη τόκους για δάνεια του EFSF από το 2013 – μια παραχώρηση που έκαναν οι πιστωτές το 2018 στο τέλος του προγράμματος διάσωσης.
Πρόκειται για δάνεια ύψους 97 δισ. ευρώ.
Χάρη σε αυτή την ελάφρυνση, η Αθήνα έχει μέχρι στιγμής εξοικονομήσει κόστος αναχρηματοδότησης περίπου 15 δισ. ευρώ.
Όμως η περίοδος χάριτος λήγει τον Δεκέμβριο του 2032.
Τότε οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα πιστωθούν στο χρέος.
Μέχρι τότε αναμένεται να ανέρχονται σε περίπου 25 δισ. ευρώ.
Υπάρχει κίνδυνος απότομης αύξησης του δείκτη χρέους
Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος του RND, υπάρχει κίνδυνος απότομης αύξησης του δείκτη χρέους και του κόστους αναχρηματοδότησης.
Εάν οι συνθήκες της αγοράς είναι αντίξοες, για παράδειγμα λόγω των υψηλών επιτοκίων, η Ελλάδα θα μπορούσε να διολισθήσει ξανά σε κρίση.
Οι δημόσιοι πιστωτές είναι πιθανό να χορηγήσουν νέα ελάφρυνση χρέους το 2032, αλλά αυτό είναι κάτι στο οποίο δεν μπορείς να βασιστείς γιατί κανείς δεν ξέρει πώς θα είναι η πολιτική ισορροπία δυνάμεων στο Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών του ευρώ τότε.
Μοιραία, η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα εξουδετέρωσης της βόμβας του χρέους τώρα.
Στόχος είναι να μειωθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να μετριαστεί το σοκ επιτοκίων το 2033.
Ένα σημαντικό μέσο για αυτό είναι οι πρόωρες αποπληρωμές.
Ήδη το 2021 και το 2022, η Ελλάδα αποπλήρωσε πρόωρα δάνεια που είχε λάβει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ύψους 8,5 δισ. ευρώ.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο υπουργός Οικονομικών Χατζηδάκης μετέφερε 5,6 δισ. ευρώ, τα οποία ουσιαστικά οφείλονται στους εταίρους του ευρώ.
Πρόκειται για δόσεις δανείου από το λεγόμενο Greek Loan Facility (GLF), τη βοήθεια που προσέφεραν τα κράτη του ευρώ από το 2010.
Η Ελλάδα θέλει επίσης να αποπληρώσει πρόωρα τα δάνεια GLF τα επόμενα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, το 2024 θεωρείται έτος λήψης αποφάσεων: για πρώτη φορά, η κυβέρνηση θέλει όχι μόνο να μειώσει περαιτέρω τον δείκτη χρέους, αλλά και να μειώσει το χρέος σε απόλυτες τιμές, δηλαδή από 404 δισεκ. σε… 355 δισ. ευρώ» καταλήγει το RND.
Πηγή bankingnews.gr