«Μια επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας στην Ελλάδα, για συναντήσεις με τους κ. Παυλόπουλο και Τσίπρα, σίγουρα δεν μπορεί παρά να είναι μια εξέλιξη που δύναται να βοηθήσει στη βελτίωση του κλίματος των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το ζητούμενο, βεβαίως, δεν είναι απλώς η βελτίωση του κλίματος, αλλά η ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων των δύο χωρών», αναφέρει ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής».
Στη συνέντευξή του με τίτλο: «Η επίσκεψη του Ερντογάν μπορεί να βοηθήσει και στο Κυπριακό», ο κ. Αναστασιάδης αναφέρει πως ελπίδα και προσδοκία του είναι πως «ο πρόεδρος Ερντογάν έχει, ανάμεσα στους βασικούς στόχους της επίσκεψής του στην Αθήνα, και την βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, η πλήρης εξομάλυνση των οποίων, όπως κατ’ επανάληψη έχει εκφρασθεί και από την ελληνική κυβέρνηση, περνά μέσα από την επίλυση του Κυπριακού». «Κάτι», όπως προσθέτει, «που μπορεί να επιτευχθεί αν η Τουρκία αλλάξει την προσέγγιση της στο Κυπριακό, ειδικότερα στο Κεφάλαιο της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων, και δεν εμμένει σε θέσεις όπως αυτές που εκφράστηκαν πρόσφατα στο Κραν Μοντανά». «Έχω συζητήσει διεξοδικά το θέμα και με τον φίλο Έλληνα πρωθυπουργό και με τον Πρόεδρο Παυλόπουλο, έχω ενημερωθεί από τον υπουργό Εξωτερικών για τις σχετικές με το Κυπριακό συζητήσεις του στην Τουρκία. Υπάρχει απόλυτη ταύτιση και κοινή γραμμή», αναφέρει.
Ο κ. Αναστασιάδης αναφέρει ότι εάν επανεκλεγεί ασφαλώς και θα συνεχίσει τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, για να προσθέσει όμως, ότι «δεν εξαρτάται από τις δικές μου αποφάσεις, αλλά από τη διάθεση της Τουρκίας να προχωρήσει στο βήμα που οφείλει να κάνει στα θέματα της ασφάλειας». Ο κ. Αναστασιάδης καταλήγει πως «είναι για τον λόγο αυτό που επιμένω να προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία πριν από την όποια επανασύγκληση της Διάσκεψης για την Κύπρο, ώστε να μη βρεθούμε πάλι στο σημείο που βρεθήκαμε στο Κρα Μοντανά. Και ευελπιστώ ότι η επερχόμενη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο στην Αθήνα, όπου σίγουρα θα συζητηθεί το Κυπριακό, θα λειτουργήσει και ως προετοιμασία, θα ξεκινήσει δηλαδή ένας διάλογος που ελπίζω να δημιουργήσει δεδομένα τα οποία θα επιτρέψουν τη σύγκληση μιας νέας Διάσκεψης για την Κύπρο».