Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ένα από τα ζητήματα που δεν ήταν στα βασικά προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης και έκαναν την εμφάνισή τους τις τελευταίες μέρες στο Χίλτον ήταν και το άνοιγμα των καταστημάτων, όλες τις Κυριακές του χρόνου ανεξαιρέτως.
Τώρα, μετά τη διαπραγμάτευση, το εύρος της ισχύος του μέτρου περιορίστηκε κάπως, με τα εμπορικά καταστήματα να μπορούν να λειτουργούν όλες τις μέρες της εβδομάδας από Μάιο έως Οκτώβριο. Πρακτικά, αφού το μέτρο θα ψηφιστεί τις επόμενες εβδομάδες, δεν αργεί πολύ η ώρα που μπορεί να δούμε εμπορικά καταστήματα ανοιχτά όλες τις Κυριακές του καλοκαιριού και πάει λέγοντας.
Εξ όσων μαθαίνουμε όμως -και θα περιμένουμε, γιατί μέχρι το νομοσχέδιο να έρθει προς ψήφιση πολλά αλλάζουν- το μέτρο θα ισχύει μεν τον μισό χρόνο, αλλά οι περιοχές της χώρας θα διαχωρίζονται σε τουριστικές και μη τουριστικές. Με άλλα λόγια: μια εμπορική επιχείρηση σε ένα νησί ή και στο κέντρο της Αθήνας, θα μπορεί να λειτουργεί όλες τις μέρες εβδομάδας επί έξι μήνες, αλλά μια επιχείρηση π.χ. στα Γρεβενά θα παραμένει κλειστή. Με βάση το τρέχον σκεπτικό της ρύθμισης, αυτό θα συμβαίνει.
Είναι σαφώς ένα θετικό βήμα ότι μετά από επτά χρόνια Μνημονίου λαμβάνεται μια σημαντική απόφαση προς την απελευθέρωση της αγοράς: να εργάζεται όποια μέρα θέλει, αυτός που θέλει να εργάζεται και διατηρεί μια εμπορική επιχείρηση. Αν κρίνει πως θα αποκομίσει κέρδος (και είναι σε τουριστική περιοχή), με γεια του με χαρά του.
Εκεί τελειώνουν τα θετικά της ρύθμισης όπως έρχεται. Αφενός, το σπάσιμο της χώρας σε τουριστική και μη τουριστική ζώνη δημιουργεί ένα καθεστώς αθέμιτου ανταγωνισμού, κάτι που καθιστά και την ίδια τη ρύθμιση ακόμα και νομικά διάτρητη. Αφετέρου, το κριτήριο ορισμού της «τουριστικής περιοχής» είναι έωλο: γιατί να είναι, ας πούμε, να είναι η Πάτρα τουριστικός προορισμός και όχι η Σπάρτη; Με βάση το κριτήριο του υπουργού, αν ο νομός διαθέτει τουριστικές υποδομές συνολικής δυναμικότητας άνω των 2.000 κλινών, θεωρητικά θα μπορούσε να χαρακτηριστική «τουριστική περιοχή». Συνεπώς, το κριτήριο των κλινών ως μόνος ρυθμιστικός παράγοντας είναι αντιπαραγωγικό.
Και πάμε και στην πραγματική ουσία: πριν από μερικές εβδομάδες, από αυτή εδώ τη γωνία γράφαμε για τον αργόσυρτο θάνατο του εμποράκου, με αφορμή τις δηλώσεις του Τάσου Πετρόπουλου ότι τον πιάνουν στο δρόμο και τον συγχαίρουν για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας: υπάρχει περίπτωση ο μικρομεσαίος, ο οποίος κάθε μήνα μπαίνει μέσα και δεν ξέρει πώς θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, να επιλέξει να δουλεύει κάθε Κυριακή, με αυξημένα λειτουργικά έξοδα και αμφίβολα έσοδα λόγω μειωμένης αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών; Απλά μαθηματικά είναι.
Το πρόβλημά μου δεν είναι το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή. Αυτό έπρεπε να έχει θεσμοθετηθεί από την αρχή του Μνημονίου, στη λογική ανοίγματος της αγοράς. Τώρα, σε συνθήκες υπερφορολόγησης και εξάντλησης των μικρομεσαίων εμπόρων, τι κομίζει ουσιαστικά αυτή η ρύθμιση; Να το θέσουμε αλλιώς: θα είναι ανταγωνιστική μια μικρομεσαία επιχείρηση ένδυσης με ένα mall; Υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε. Σε καθεστώς υπερφορολόγησης και υπέρμετρων ασφαλιστικών επιβαρύνσεων, όμως, δεν μπορεί.
Επί της αρχής, στη θεωρία δηλαδή, όλα είναι δυνατά. Όταν όμως το κράτος στραγγίζει τον επιχειρηματία που μέχρι πρότινος ήταν η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τότε τι οφέλη προσδοκά πραγματικά; Δυστυχώς, αν πάλι θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, το momentum για το καθολικό άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές δεν είναι το κατάλληλο σήμερα και, για άλλη μια φορά, η Τρόικα βάζει «φωτογραφικά» στο τραπέζι ένα ζήτημα με σαφή στόχευση. Έτσι, όμως, δουλειά δεν κάνουμε και όλο και περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα αρχίσουν να βλέπουν το λουκέτο ως σωτήρια επιλογή.