Έξω πάει καλά: Ο Τούρκος ηγέτης Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση το τελευταίο διάστημα να έχει γίνει και πάλι, στο φόντο της ρευστότητας που επικρατεί στη διεθνή σκηνή, ένας ευπρόσδεκτος συνομιλητής. Είτε του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος προχθές τον ευχαρίστησε τηλεφωνικά για τον ρόλο της Τουρκίας στη μαζική ανταλλαγή κρατουμένων μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, είτε του Ντόναλντ Τραμπ, με τον οποίο συνομίλησε (ένας από τους λίγους ηγέτες από τον κόσμο που είχαν αυτή την ευκαιρία) μετά τη δολοφονική απόπειρα εις βάρος του Ρεπουμπλικανού διεκδικητή της αμερικανικής προεδρίας στις 13 Ιουλίου. Με δεδομένο μάλιστα ότι ο Τραμπ φέρεται, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, να ξεπερνά κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες την αντίπαλό του, Κάμαλα Χάρις, σε επίπεδο λαϊκής ψήφου, ο Ερντογάν εμφανίζεται να έχει ήδη εξασφαλίσει “ευήκοον ους” από τον πιθανότερο αυριανό ένοικο του Λευκού Οίκου.
Τι μπορεί να σημάνουν, λοιπόν, οι αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου για τη γείτονα Τουρκία; Το ερώτημα ενδιαφέρει κατεξοχήν την Αθήνα, καθώς η σύσφιξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, ιδίως στο επίπεδο παροχής στρατιωτικών διευκολύνσεων (που τόσο κρίσιμο ρόλο αποκαλύφθηκε ότι παίζουν κατά την πρόσφατη μεσανατολική κρίση), αποτελεί στοιχείο το οποίο έχει κατεξοχήν θορυβήσει την Άγκυρα. Από την άλλη, η ελληνική πλευρά δεν μπορεί παρά να είναι ευαίσθητη σε οποιαδήποτε μηνύματα βελτίωσης των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων θα περνούσαν μέσα από την άσκηση πιέσεων για δικές της παραχωρήσεις σε θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων, προκειμένου να κατευνασθεί η Τουρκία και να εμπεδωθεί η ενότητα του νατοϊκού χώρου.
Μια σχέση με παρελθόν
Κατά τη συνδιάλεξή τους, ο Ερντογάν συνεχάρη τον Τραμπ αφενός για τη γενναιότητα και το ενωτικό μήνυμά του μετά την απόπειρα δολοφονίας, αφετέρου για την επίσημη εξασφάλιση του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών. Είναι διάχυτη η εντύπωση ότι η “συναλλακτική” αντίληψη που έχουν για τις διεθνείς σχέσεις διευκολύνει την προσωπική συνεννόηση των δύο ανδρών – και, συνεπώς, μια επάνοδος του Τραμπ στην εξουσία θα αποτελούσε θετική εξέλιξη για την Τουρκία. Ιδίως δε για τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος, κατά τη θητεία Μπάιντεν, ασφαλώς δεν ξέχασε τις δεσμεύσεις του νυν Αμερικανού προέδρου ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για τη νίκη της τουρκικής αντιπολίτευσης.
Ωστόσο η πραγματικότητα είναι αρκετά συνθετότερη, σύμφωνα με ανάλυση του Μπαρίν Καγιάογλου στο Al-Monitor. Σύμφωνα με τους ειδικούς που συνομίλησαν με τον αρθρογράφο, οι δεσμοί Άγκυρας-Ουάσινγκτον δεν θα επιδιορθωθούν ως διά μαγείας εάν κερδίσει ο Τραμπ, μολονότι ενδέχεται να υπάρξει μικρή βελτίωση.
“Η αίσθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ότι ο Ερντογάν και ο Τραμπ θα έχουν ελαφρώς καλύτερη χημεία και η προεδρική χημεία κάνει τη διαφορά”, υποστηρίζει ο Σενέρ Τσαγκαπτάι, διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο (φιλοϊσραηλινού προσανατολισμού) Washington Institute for Near East Policy. “Γνωρίζουμε”, πρόσθεσε, “ότι ο Ερντογάν και ο Τραμπ στο παρελθόν τα πήγαιναν πολύ καλά, επομένως θα πρέπει να αναμένουμε ότι οι δύο ηγέτες θα συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησαν”.
Κλειδί η Συρία
Σε αυτό το πλαίσιο, πολλά ζητήματα θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στους δεσμούς μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον σε περίπτωση νέας αμερικανικής κυβέρνησης: ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα. Το συριακό ζήτημα, και ιδίως η υποστήριξη των ΗΠΑ στις υπό κουρδική ηγεσία Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), θα παραμείνει στην κορυφή της ατζέντας μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών, ως αντικείμενο τριβών, ανεξάρτητα από τον νικητή των αμερικανικών εκλογών. Οι προσπάθειες της Τουρκίας να πείσει την Ουάσινγκτον να τερματίσει τη συμμαχία της με τις SDF και να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη βόρεια Συρία έχουν αποτύχει μέχρι στιγμής. Ο Φατίχ Τζεϊλάν, συνταξιούχος Τούρκος διπλωμάτης και πρώην πρεσβευτής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, υπενθύμισε ότι ο Τραμπ επιδίωξε να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία, σύμφωνα με το τουρκικό αίτημα, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, αλλά απέτυχε.
Ο Τσαγκαπτάι, εν τω μεταξύ, πιστεύει ότι, εάν η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφασίσει να αποσυρθεί από τη Συρία, η συνεργασία της Τουρκίας μπορεί να είναι χρήσιμη για τον περιορισμό της ιρανικής επιρροής, καθώς, μαζί με τη Ρωσία, το Ιράν είναι ο κύριος υποστηρικτής του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ. “Αυτό”, προειδοποιεί, “θα σημαίνει επίσης επανεξέταση της σχέσης των ΗΠΑ με το YPG, επειδή αυτή είναι η sine qua non της Τουρκίας για μια εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ στη Συρία, αλλά και στο Ιράκ, όπου η Άγκυρα εργάζεται για το project “Δρόμος Ανάπτυξης”, ήτοι την οδική και σιδηροδρομική σύνδεση, κόστους 20 δισ. δολαρίων και μήκους 1.275 χιλιομέτρων, από την πλούσια σε πετρέλαιο νότια ιρακινή επαρχία Βασόρα στην Τουρκία, κατά παράκαμψη του Ιράν. Αυτή η οικοδόμηση τουρκικής επιρροής στο Ιράκ θα υποστηριχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και νομίζω ότι το ίδιο θα συμβεί στη Συρία”, εκτιμά ο Τσαγκαπτάι.
Υπό την πίεση τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των Δημοκρατικών, ο Τραμπ ως πρόεδρος είχε πει στον Ερντογάν, με επιστολή του τον Οκτώβριο 2019, να σταματήσει την τουρκική επιχείρηση “Πηγή Ειρήνης” στη βόρεια Συρία, συμβουλεύοντας τον Τούρκο πρόεδρο “να μην είναι σκληρός τύπος” και “ανόητος”. Ωστόσο οι δύο άνδρες τακτοποίησαν γρήγορα τα πράγματα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην Ουάσινγκτον τον επόμενο μήνα.
Ευρωπαϊκή άμυνα και Μεσανατολικό
Σχετικά με τους δεσμούς της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ, ο Τζεϊλάν προειδοποίησε να μην περιοριστεί η εστίαση στις διμερείς σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας τη μη προβλεψιμότητα που θα μπορούσε να εισαγάγει μια προεδρία Τραμπ.
Η Ουάσινγκτον μπορεί να τείνει προς τον απομονωτισμό υπό την προεδρία Τραμπ, αλλά μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε επίσης να ανοίξει τον δρόμο για μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ της Άγκυρας και των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, ιδίως στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. “Ελπίζω οι τουρκικές αρχές να αξιολογούν αυτές τις πιθανότητες”, σημείωσε ο Τζεϊλάν.
Οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ υπό τον Τραμπ θα μπορούσαν να επιδεινωθούν και λόγω του Παλαιστινιακού. Στον απόηχο του συνεχιζόμενου πολέμου του Ισραήλ στη Γάζα, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν σε αντιπαράθεση. Ο Ερντογάν έχει καταδικάσει τις ενέργειες του Ισραήλ και υποστήριξε τη Χαμάς, αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν άφησε το ζήτημα να μην επηρεάσει τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις. Η σθεναρά υπέρ του Ισραήλ προεκλογική πλατφόρμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος προοιωνίζεται βάθεμα του χάσματος μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών εάν εκλεγεί ο Τραμπ.
capital.gr