Όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον Διονύση Μαρτινέγκο -τον Ζακυνθινό-, είμαστε πλουσιότεροι. Ήταν το μεγαλύτερο τρολ και πειραχτήρι του κινηματογραφικού εργοστασίου της διανομής ταινιών, πάντα με ένα σαρδόνιο χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και συμπεριφορά άτακτου παιδιού που έκανε ζαβολιά και ήθελε να την εκμυστηρευτεί στην παρέα του. Αν δεν έχετε ακούσει το όνομά του, σίγουρα θα το έχετε διαβάσει στους τελευταίους υπότιτλους κάποιας ταινίας που είχε μεταφράσει. Ίσως βέβαια έχετε διαβάσει και κάποιο ψευδώνυμο από αυτά που ευφυώς χρησημοποιούσε ανάλογα με το θέμα της ταινίας. Για παράδειγμα, στην πρώτη ταινία του «Αστερίξ» ήταν ο Ντόκτορ Μαρτινεντίξ.
Όπως εύστοχα επισήμανε και ο Γιάννης Ζουμπουλάκης στο αποχαιρετιστήριο κείμενο του στο «Βήμα»: «Το παρατσούκλι του ήταν «γιατρός», το όνομά του Διονύσης Μαρτινέγκος». Αυτό το ψευδώνυμο είχε προκύψει καθώς αρκετοί του χώρου ζήταγαν τη «διάγνωση» του για την ποιότητα της ταινίας που μετέφραζε, καθώς, τον παλιότερο καιρό, ο μεταφραστής ήταν αυτός που έβλεπε πρώτος το σενάριο ή την κόπια εργασίας. Στη συνέχεια, έγινε και επίσημα «γιατρός» καθώς του ζητούσαν διάγνωση και για άλλα θέματα μεγαλύτερου εύρους: «Γιατρέ μου, θα κερδίσει η τάδε ή η δείνα ομάδα», «Γιατρέ μου, πόσο θα μου έρθει η εφορία», «Γιατρέ μου, τί με συμβουλεύετε για το κέρατο». Αργότερα ενστερνίστηκε την ιατρική του ιδιότητα δίνοντας συμβουλές καφενείου: «Έχετε προστάτη; Πάρτε δύο ασπιρίνες».
Υπάρχει βέβαια και άλλη ερμηνεία της «ιατρικής του ιδιότητας»: Στο ίδιο κείμενο του Γιάννη Ζουμπουλάκη, ο Γιώργος Σπέντζος (της Σπέντζος Φιλμ) ανέφερε: «Ο Διονύσης έκανε τη μετάφραση εκατοντάδων ταινιών της ΣΠΕΝΤΖΟΣ ΦΙΛΜ και βελτίωνε τη μετάφραση εύστοχα, με περιεχόμενο και λιγότερες λέξεις, ώστε ο θεατής να αφοσιώνεται στην εικόνα. Γι’ αυτό τον αποκαλούσαμε “γιατρό” και όχι Διονύση».
Αν και ακριβολόγος στην ουσία της μετάφρασης, συνήθιζε να λέει: «Οι πιστές μεταφράσεις είναι βαρετές, οι άπιστες όμως έχουν ενδιαφέρον».
Οι πρώτες του μεταφράσεις έγιναν για λογαριασμό του γραφείου του Όμηρου Ηλιάδη το 1968 και ενώ τότε εργαζόταν ακόμα στην Τράπεζα Εργασίας. Αργότερα αφοσιώθηκε στους υπότιτλους μέχρι και τη λήξη της χρυσής εποχής της κινηματογραφίας.
«Ο Διονύσης Μαρτινέγκος ήταν ένα από τα πρώτα πρόσωπα που γνώρισα όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισα να μπαίνω δειλά- δειλά στον χώρο του κινηματογράφου. Και ήταν, επίσης, ένα από τα πρόσωπα που ανέκαθεν εκτιμούσα. Φειδωλός στον καλό λόγο, ίσως γιατί είχε τον πήχη ανεβασμένο πολύ ψηλά. Θεωρούσα λοιπόν τιμή μου που με ξεχώριζε, εκτιμώντας και το δικό μου πάθος για την ακρίβεια στην μετάφραση. Πίστευε ότι η δουλειά του ήταν «αποστολή» και ήθελε πάντα να την εκπληρώνει με συνέπεια» σχολίασε ο Γιάννης Ζουμπουλάκης.
Προσωπικά μοιράζομαι μερικές από τις πιο αστείες ιστορίες που μου είχε αφηγηθεί. Σε εποχές που οι τίτλοι των ελληνικών των μεταφράσεων των ταινιών δεν ήταν άμεσα διαθέσιμοι, και οι ρυθμοί παράδοσης των τρέιλερ ήταν παλαβοί καθώς έπρεπε να περάσουν μια χρονοβόρα διαδικασία για να τυπωθούν υπότιτλοι στο φιλμ, ο Διονύσης συνήθιζε για πλάνα να αποδίδει την συνηθισμένη μετάφραση του «από τον σκηνοθέτη της ταινίας τάδε-δείνα» με όποιον τίτλο του ερχόταν στο μυαλό, μέχρι να βρει τον σωστό τίτλο. Δύο φορές όμως -τουλάχιστον- ξέχασε να τον διορθώσει, με αποτέλεσμα να τυπωθούν οι ευφάνταστοι ανύπαρκτοι τίτλοι του σε τρέιλερ. Συγκεκριμένα, έχοντας ξεχάσει την απόδοση του «The Cider House Rules» (είχε αποδοθεί ως «Θέα στον Ωκεανό»), έγραψε «Φέρτε πίσω την κουβέρτα». Αυτό τυπώθηκε, καταστρέφοντας τουλάχιστον 100 τρέιλερ τυπωμένα σε φιλμ. Σε παλαιότερες δεκαετίες έβαζε πιο «πονηρούς» τίτλους όπως «το ματωμένο κ*υλί του Μπετόβεν», το οποίο, όπως μου είχε αποκαλύψει σε συζήτηση, είχε επίσης τυπωθεί, και μάλιστα σε μία «κουλτουριάρικη» ταινία!
Την Παρασκευή 5 Μαΐου έφυγε από τη ζωή ο άνθρωπος-συνώνυμο της ζωής.
Στο flix, ο κοντινός του φίλος και διανομέας Ζήνος Παναγιωτίδης της Rosebud.21, μοιράστηκε εκτός από την κοινή τους φωτογραφία από τα γυρίσματα της ταινίας «Τοίχος» του Γιλμάζ Γκιουνέι (από σκηνή που έπαιζαν και κόπηκε στο μοντάζ) και λίγες σκέψεις.
«Προς Διονύση, επιστολή.
Μετά από πέντε δεκαετίες αποχωριζόμαστε, αγαπημένε μας «γιατρέ».
Πρωτοσυναντηθήκαμε στο γραφείο του πρωτοπόρου διανομέα ποιοτικών ταινιών και δασκάλου μας, Σωκράτη Καψάσκη.
Εσύ φέρελπις μεταφραστής ταινιών κι εγώ προγραμματιστής στον κινηματογράφο Τέχνης «Αλκυονίδα».
Μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια συνεργαστήκαμε, συνεταιριστήκαμε και συνταξιδέψαμε σε ουκ ολίγα φεστιβάλ.
Το καυστικό και ενίοτε φαρμακερό σου χιούμορ είχε αφήσει εποχή. Πώς να μην το είχες, όταν λάτρευες τον Μπάστερ Κίτον, τον Ερνστ Λιούμπιτς και τον Μπίλι Γουάιλντερ, το διαχρονικό τρίγωνο της αντισυμβατικής κωμωδίας.
Πόσες φορές δεν «θάψαμε» ανθρώπους του χώρου μας ως παρείσακτους σε αυτόν τον μαγευτικό κόσμο της μεγάλης οθόνης. Πόσες φορές με δική σου παρότρυνση δεν αναρωτηθήκαμε, αν υπάρχει αστυνομία του σινεμά, για να συλλάβει συγκεκριμένους σκηνοθέτες και να ησυχάσουμε από δαύτους. Πόσες φορές αναφερθήκαμε σε «κλεισοπόρτηδες» ηθοποιούς, που ήταν βασιλείς της εμπορικής αποτυχίας και πόσο συχνά χρησιμοποιούσαμε γι’ αυτούς τον δικό σου όρο «πορτ φερμέ». Οι γνωστές σου ονοματοδοσίες (παρατσούκλια) έδωσαν καινούρια ταυτότητα σε ένα μεγάλο αριθμό κινηματογραφιστών αμφισβητούμενης επάρκειας. Ηθελα να σταθώ σε αυτήν την πλευρά σου, «γιατρέ», για να σε θυμόμαστε πάντα με τις ατάκες σου.
Δε θέλω να παραλείψω βέβαια, ότι στα 50+ χρόνια της καριέρας μου εσύ και οι άξιοι συνεργάτες σου μετέφρασαν σχεδόν όλες, από τις πάνω από 2.000 ταινίες που έχουν περάσει από τα χέρια μου. Αυτό, σαν αναγνώριση της υψηλής ποιότητας της δουλειάς σου.
Αφήνω για το τέλος την προτροπή μου, όταν θα είσαι εκεί ψηλά, να μην ξεχάσεις να ενημερώσεις τους γύρω σου από πού βγήκαν οι εκφράσεις «χασάπη, γράμματα» και «ο Ιησούς με το ποδήλατο».
Εγώ σου υπόσχομαι ότι αυτό που μου ζητούσες εδώ και χρόνια, να καθίσουμε μπροστά σε μια κάμερα και να διηγηθούμε εμπειρίες μας και άγνωστες ιστορίες του ελληνικού Χόλιγουντ, θα το κάνω άμεσα. Η διπλανή μου καρέκλα θα είναι άδεια. Ή μήπως όχι;
Ο φίλος σου,
Ζήνος».
Καλέ μου γιατρέ, υπόγραψε μου μια άδεια να υποβάλω και εγώ τα σέβη μου. Σε αισθανόμουν φίλο μου, και ας είχαμε χαθεί τα τελευταία χρόνια.
Πηγή: ertnews.gr