Γράφει ο Σπύρος Pιζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Κάνοντας μια αποτίμηση της παρουσίας του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ, ξεχωρίζουν πέντε βασικά σημεία, τα οποία, κατά τη γνώμη μου, έχουν ειδικό πολιτικό και επικοινωνιακό βάρος και ως εκ τούτου είναι αυτά που βάζουν και το τελικό πρόσημο στην πρωθυπουργική εμφάνιση.
Πρώτον, ο Τσίπρας δεν θέλει εκλογές. Το είπε ρητά και κατηγορηματικά, το μαρτυρούσε ταυτόχρονα και όλη η παρουσία του. Δεν πήγε για να κηρύξει έναν ακόμη προεκλογικό αγώνα αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Πιστεύει πως μπορεί στο μέτρο του δυνατού, να θέσει υπό έλεγχο τις εξελίξεις και να «γυρίσει το παιχνίδι». Έτσι, η παραμονή στην εξουσία, με όση ιδιοτέλεια κι αν εμπεριέχει αυτή η στρατηγική επιλογή του πρωθυπουργού, σημαίνει σταθερότητα. Κι αυτό είναι θετικό για την οικονομία.
Δεύτερον, ο Τσίπρας καθιστά όλο και πιο διακριτούς τους ρόλους μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα αυτό έχει ταλανίσει διαχρονικά τα κόμματα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, καθώς ήταν εμπεδωμένη διαχρονικά η αντίληψη: «το κόμμα στο κράτος, το κράτος στο κόμμα». Ο Τσίπρας δείχνει να υπερβαίνει αυτή την «εργαλειακή» αντίληψη για το κράτος και το ρόλο του κόμματος σε αυτό. Κατέστησε, λοιπόν, σαφές πως είναι άλλο πράγμα η συλλογική παραγωγή πολιτικής από το ΣΥΡΙΖΑ κι άλλο η ευθύνη της διακυβέρνησης, την οποία ο Τσίπρας την αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου και προσωπικά. Ο Τσίπρας ξεκαθάρισε πως στην κυβέρνηση είναι αυτός «το αφεντικό». Ήταν χαρακτηριστική από αυτή την άποψη, η απάντηση που έδωσε σχετικά με το ενδεχόμενο ενός ανασχηματισμού, όπως και η άρνησή του να γίνει μέρος της κόντρας του ΤΑΙΠΕΔ με υπουργούς της κυβέρνησης.
Τρίτον, ο Τσίπρας δεν δείχνει να υπολογίζει ιδιαίτερα τις δημοσκοπήσεις, σε αντίθεση με την κυρίαρχη τάση που υπάρχει γενικότερα στο πολιτικό σύστημα. Ξέρει πως σε αυτή τη φάση η κοινή γνώμη είναι «κινούμενη άμμος» και δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να μετράει τη διαφορά του από τη ΝΔ. Τα αποτελέσματα των πολιτικών είναι αυτά που θα διαμορφώσουν τους πραγματικούς συσχετισμούς στην κοινωνία και η στροφή στην «κυβερνησιμότητα» είναι αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως και όχι οι δημοσκοπήσεις. Άλλωστε, έχει ως μέλος της κυβέρνησής του καταξιωμένο δημοσκόπο και δεν τον έχει χρησιμοποιήσει στο ελάχιστο με αυτή την ιδιότητα.
Τέταρτον, ο Τσίπρας είναι πλέον «διαβασμένος». Ενάμισης χρόνος παραμονής στην εξουσία υπήρξε ικανό χρονικό διάστημα για να ξεχάσει τη «λούφα» του αριστερού νεολαίου και να προσαρμοστεί σε μια απαιτητική πραγματικότητα. Οι ιδεολογικές εμμονές υποχωρούν μπροστά στην ανάγκη ενός πραγματιστικού μοντέλου διακυβέρνησης, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνει το καθεστώς επιτήρησης της χώρας από τους δανειστές. Αν και εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι, καθώς και για την πορεία της διαπραγμάτευσης ελάφρυνσης του χρέους, συνειδητοποιεί πως πρόκειται για ζητήματα στα οποία δεν μπορεί να έχει τον έλεγχο.
Το στοίχημα αφορά λοιπόν στο κατά πόσο θα επιτύχει να δημιουργήσει τις εσωτερικές προϋποθέσεις για ένα «αναπτυξιακό μπουμ» μετά από μια επταετία ύφεσης κι εκεί είναι πλέον που ο Τσίπρας θα επενδύσει το πολιτικό κεφάλαιό του. Αυτό σημαίνει χώρο στην επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία, κάτι που έως και λίγο καιρό πριν αποτελούσε «κόκκινο πανί» για τον ίδιο και τους συντρόφους του. Όμως παραμένει ακόμη στη θεωρία και όπως λένε στην Τρίπολη «το τάξιμο δεν χαλάει σπίτια, το δόσιμο χαλάει». Συνεπώς, εδώ θέλω να τον πιστέψω αλλά δεν μπορώ, πριν δω. Διότι, όπως έχω πει, «το παραμύθι το έχω φάει» και δεν θέλω να το ξαναφάω.
Με αυτό το πνεύμα αντιμετώπισε και τις δύσκολες ερωτήσεις των δημοσιογράφων από κανάλια που κλείνουν, σημειώνοντας πως οι δικές τους θέσεις εργασίας, δεν είναι πολυτιμότερες από της υπόλοιπης κοινωνίας. Μόνο και μόνο επειδή κρατούν ένα μικρόφωνο, θα πρόσθετα εγώ. Κι εδώ ωστόσο μένει να αποδειχθούν τα αποτελέσματα.
Πέμπτον και πολύ βασικό, ο Τσίπρας πήρε πάνω του και το θέμα της παιδείας. Μετέφρασε με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο τη θεωρία περί «αριστείας» του Μπαλτά που είχε ξεσηκώσει σάλο, επιδεικνύοντας κι εδώ μια στροφή στον ρεαλισμό. Όπως είπε, το ζητούμενο δεν είναι η αριστεία του ενός, αλλά το να δίνονται ευκαιρίες σε όλους μέσα από άριστα σχολεία! Ο Τσίπρας εκείνη τη στιγμή ακούστηκε σαν τον Μπλερ! Κι αυτό ασφαλώς συνιστά μια θετική πρόοδο καθώς το ζήτημα της παιδείας έτεινε να εξελιχθεί σε μεγάλο «πονοκέφαλο» για την κυβέρνηση, μετά από σειρά ατυχών χειρισμών και του Φίλη και του προκατόχου του κ. Μπαλτά.
Στα αρνητικά της εμφάνισης του πρωθυπουργού το γεγονός πως προδίκασε το αποτέλεσμα των προσφυγών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ακύρωση του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Ήταν φάουλ.
Συσχετιζόμενα μεταξύ τους, τα παραπάνω βασικά σημεία απαντούν στο ερώτημα «αν ήταν καλός» ο Τσίπρας στη ΔΕΘ. Ναι, ήταν καλός. Μάλιστα, θα τολμούσα με την παλιά μου ιδιότητα ως δάσκαλος, με άριστα το 10 να του βάλω 8. Κι αυτό που έχει τώρα εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι να διαπιστώσουμε κατά πόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης το ερχόμενο Σαββατοκύριακο θα καταφέρει να είναι καλύτερος!