Ο Μπένι Στάινμετζ, ο Ισραηλινός δισεκατομμυριούχος που καταδικάστηκε για δωροδοκία το 2020 στη Ρουμανία και την Ελβετία, έχει εγκλωβιστεί στην Ελλάδα, αφότου συνελήφθη από την αστυνομία πριν από μερικές εβδομάδες, όταν το ιδιωτικό τζετ στο οποίο επέβαινε προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Αθήνας.
Συνελήφθη στις 24 Νοεμβρίου με διεθνές ένταλμα σύλληψης, αλλά αφέθηκε ελεύθερος 24 ώρες αργότερα υπό τον όρο ότι δεν θα φύγει από την χώρα. Η σύλληψή του συντονίστηκε από την Ελλάδα και τη Ρουμανία μετά την καταδίκη του για υπόθεση δωροδοκίας στο Βουκουρέστι τον περασμένο Δεκέμβριο. Δεν είναι σαφές πόσο καιρό θα παραμείνει ο Στάινμετζ στην Ελλάδα — μπορεί να χρειαστούν έως και 90 ημέρες για να διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία.
Ο Στάινμετζ καταδικάστηκε τον Ιανουάριο στις αρχές του έτους από δικαστή της Γενεύης σε πέντε χρόνια φυλάκισης σε ξεχωριστή υπόθεση, επειδή δωροδόκησε αξιωματούχους για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα του ορυχείου Σιμάντου στη Γουινέα, το πλουσιότερο ανεκμετάλλευτο απόθεμα σιδηρομεταλλεύματος στον κόσμο. Ο δικηγόρος του Στάινμετζ είπε ότι θα εφεσιβάλει την ετυμηγορία επειδή ο πελάτης του δεν συμμετείχε ποτέ σε συμφωνία δωροδοκίας.
Ο Ισραηλινός καταδικάστηκε ερήμην του σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών τον Δεκέμβριο του 2020 από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας για τον ρόλο του σε παράνομο σχέδιο απόκτησης εκτάσεων γης με ντόπιους επιχειρηματίες στο Βουκουρέστι.
Ο δισεκατομμυριούχος κατά καιρούς έχει απασχολήσει τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων καθώς επιχειρηματικές του ιδιότητες επεκτείνονται σε πολλές χώρες του κόσμου, ενώ η περιουσία του εκτιμάται ότι αγγίζει τα 4 δις. ευρώ.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστός για την εμπλοκή του στην υπόθεση «Πανγαία», της εταιρείας με τα ακίνητα της Εθνικής Τράπεζας, ενώ μυθικές διαστάσεις πήρε και η κόντρα με τον Τζορτζ Σόρος.
Τη δεκαετία του 1990 ήταν ο μεγαλύτερος αγοραστής διαμαντιών από την Ανγκόλα και λίγα χρόνια μετά έγινε ο μεγαλύτερος ιδιωτικός επενδυτής στη Σιέρα Λεόνε.
Ο Στάινμετζ, έπαθε εμμονή με τον ανεκμετάλλευτο πλούτο των ορυχείων Σιμάντου στη Γουινέα, τέτοια που άρχισε να «λαδώνει» κρατικούς αξιωματούχους με μίζες χιλιάδων δολαρίων. Όταν η υπόθεση μπήκε στο μικροσκόπιο των ερευνών από τις αρχές των ΗΠΑ, της Ελβετίας, της Γουινέας και του Ισραήλ, όλα τα στοιχεία έδειξαν τον αμφιλεγόμενο κροίσο. Πριν τη τελευταία του σύλληψη συνελήφθη δυο φορές, τον Δεκέμβριο του 2016, όπου και έμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό για έναν μήνα, πριν αφεθεί ελεύθερος, και τον Αύγουστο του 2017.
Και εμάς λοιπόν γιατί μας νοιάζει;
Πολύ απλά: Ο Στάινμετζ έχει κατά καιρούς συζητηθεί ως πιθανός ενδιαφερόμενος για την εξαγορά της ελληνικής, κρατικής βιομηχανίας νικελίου, ΛΑΡΚΟ.
Δυστυχώς για τη χώρα μας που έχει αποτελέσει κέντρο διερχομένων πολλών αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων κατά καιρούς, είτε γιατί ανήκουμε στην Ανατολική Μεσόγειο, είτε γιατί είμαστε ανάμεσα σε θάλασσες, είτε γιατί απλά έχουμε επιτρέψει να εκπέμπουμε την εικόνα ότι δεν υπάρχει διαφάνεια στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα αυτό να επιτρέπει σε διάφορους τη λάθος ερμηνεία για το περιθώριο αμφιλεγόμενων δραστηριοτήτων στη χώρας μας.
Όσον αφορά τη δραστηριότητα του κ. Στάινμετζ μας ενδιαφέρει μόνο και μόνο για το κατά πόσον υπάρχει πιθανότητα να συνεχίζει το όνομα του να είναι στη λίστα με τους υποψήφιους της διεκδίκησης της ΛΑΡΚΟ. Είτε φανερά σε σχήμα, είτε ως παράγοντας χρηματοδότησης στα πλαίσια joint venture μετέπειτα.
Ένα τέτοιο πρόσωπο με ένα τόσο αμφίβολο παρελθόν δεν είναι η ιδανικότερη επιλογή για να διεκδικήσει την εξαγορά μιας εκ των ιστορικότερων Ελληνικών βιομηχανιών για τους παρακάτω λόγους:
-Πρώτον και βασικότερο γιατί δίνει το λάθος στίγμα εντός και εκτός της χώρας. Έρχεται δηλαδή σε σύγκρουση με την προσπάθεια που γίνεται από τη τωρινή κυβέρνηση να χτίσει τη διεθνή μας εικόνα, μιας χώρας με προοπτική επένδυσης και διαφάνειας.
-Δεύτερον η εμπλοκή του σε διάφορα venture capital διαμορφώνει ερωτηματικά, ότι δηλαδή δεν θα επενδύσει στην ανάπτυξη του οργανισμού αλλά στην αναστήλωση του και σε επόμενο βήμα στην πώληση του σε πολλά κομμάτια, κάτι το οποίο θα διαλύσει την οποιαδήποτε προοπτική.
-Τρίτον η ΛΑΡΚΟ αποτελεί ένα κομμάτι εθνικού θησαυρού που είναι όμως ένα «αμαρτωλό μαγαζί», με πολλά βαρίδια το οποίο δεν μπορεί να εξυγιανθεί από το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο. Ως εκ τούτου ο νέος ιδιοκτήτης της πρέπει να είναι μια οργανωμένη εταιρεία που έχει αποδείξει ότι είναι ηγέτης στην εταιρική διακυβέρνηση και διαφάνεια. Πέραν της αναμφίβολης επιτυχίας που απαιτείται για να μπορεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις της ότι επίσης είναι ηγέτης στην εταιρική διακυβέρνηση και στη διαφάνεια.
Συνεπώς, πρέπει να ξεκαθαριστεί από τους αρμόδιους για το εάν υπάρχει η παραμικρή συνομιλία με τον Στάνμετζ για τη διεκδίκηση της ΛΑΡΚΟ.