Γράφει η Γεωργία Δρακάκη
#1 Στο αεροδρόμιο ένα χάος, τριάμισι ευρώ νερό πικρό και αργοπορημένος ο οικοδεσπότης-παιδικός φίλος, ζεστή μετά η αγκαλιά και ποδαρόδρομος μέχρι το μετρό. Βρώμικο μετρό, μια κιθάρα γρατζουνιέται, όλες οι γλώσσες του κόσμου αντηχούν σε νυσταγμένους τόνους. Γερμανία μου, ψηλομύτα Βαβέλ, εσύ.
#2 Νύχτα πρώτη, θορυβώδες burger και φθηνό, αναζητούμε εξ αρχής το φλερτ στους δρόμους. Οι άνθρωποι εδώ περπατούν και ξυπόλητοι, γυναίκες με μαντίλες χαμογελούν μέσα από αφίσες, υποψήφιες κομμάτων. Σε μπαρ υπόγειο, θαρρείς εξαρχειώτικο, ένα γελαστό χάσκι χαϊδεύεται με όλους τους πότες, σφηνάκι βότκα, γεια μας, ας πιούμε στα ταξίδια, ας πιούμε στα όσα θα ζήσουμε εδώ πέρα, από δω και πέρα.
#3 Ηλιόλουστο, μεσογειακό Βερολίνο, Πύλη του Βραδιμβούργου, Μέγαρο Μουσικής, Μουσεία που δεν επισκεπτόμαστε-να κάτσουμε για έναν καφέ, ρε παιδιά, και για μια σταλίτσα wifi, γαμώτο μου. Ατελείωτες βόλτες, τρελές αναμονές στα βαγόνια, μετράμε τα ψιλά μας, φτάνουν για όλα, φτάνουν για την ευτυχία μας. Προς το παρόν.
#4 Ο καπιταλισμός φυτρώνει απρόσκλητος στις παλάμες κι αντί να αγκαλιάζουμε απλώς τα εξωτικά κορμιά που βρίσκουμε στα ξενυχτάδικα, μπουκάρουμε Primark και τα σηκώνουμε όλα: μπουκαλάκια, μπλουζάκια, καλτσούλες, μπιχλιμπίδια, όλα υποκοριστικά και μονάχα η πόλη τούτη αχανής και αχαρτογράφητη, πέρα δώθε, δώθε πέρα, πονεμένα πόδια, διάλειμμα για μπίρα και λουκάνικο, νύχτωσε πάλι, πρέπει να αντέξουμε ως το πρωί.
#5 Με γυμνά πόδια στο δάσος κι από κει βουτιά φαρμακερή στην παγωμένη λίμνη. Δίπλα μου, αγέρωχοι δυο κύκνοι αποφεύγουν-σοφά- τα ανθρώπινα κολύμπια τα ολιγόλεπτα. Φωτογραφίες, αναζητήσεις στην όχθη. Στη διαπασών τα ελληνικά μας, σχολιάζουμε ό, τι γουστάρουμε και όποιον μας καπνίσει. Η ανεμελιά έχει πήξει σωστά και σκάει τώρα με θόρυβο πάνω στα κεφάλια μας. Είμαστε ωραίοι, νέοι κι ευτυχείς. Που θα πει: δε χορταίνουμε με τίποτε.
#6 Τραβάω μια τζούρα από το μυρωδάτο τσιγάρο ενός θαυμάσιου Γερμαναρά σε μια στάση τρένου. Το τρένο αργεί, συζητάμε και καπνίζουμε. Φλερτ πηγαίο, αλλόγλωσσο, ντουμάνια στα βαγόνια, σακίδιο γεμάτο από άδεια μπουκαλάκια νερού, όλη μέρα, κάθε μέρα δρόμος. Ζωή. «Η ψύχρα του απέραντου», Νικόλα Άσιμε.
#7 Ντυνόμαστε στα μαύρα, βάφουμε μάτια και κάνουμε πέτρα τις καρδιές. Στημένοι στην ευτυχώς μικρή προς το παρόν ουρά του πιο «καυτού» κλαμπ στο Βερολίνο. Πίσω μας, άντρες με καρφιά και δερμάτινα ρούχα, μπροστά μας καλοστεκούμενες, έφηβες Γερμανίδες με αλαβάστρινη αναλογία ξανθού και γαλάζιου. Πανέμορφα, ομοφυλόφιλα αγόρια τρώνε πόρτα. Γυναικάρες με στήθια και τακούνια, παρομοίως. Μπαίνουν μέσα, όμως, κάποιοι. Τι στο διάολο έχουν αυτοί που δεν έχουμε εμείς; Φαινόμαστε Ιταλοί, Τούρκοι, Άραβες; Είμαστε Έλληνες! Να χορέψουμε θέλουμε… Έρχεται η σειρά μας. Ηρωικά και πένθιμα τρώμε πόρτα. Δεν είναι η βραδιά μας. Ή μήπως είναι;
#8 Ανακαλύπτουμε από την αρχή τι σημαίνει ηδονή σε ένα μικρό μαγαζί με κόκκινα χνούδια στους τοίχους και δερμάτινη επένδυση στην οροφή. Ξέμπαρκες μουσικές, άνδρες και γυναίκες από όλη την υφήλιο. Σφηνάκια, σοκολάτες κερασμένες. Νερό, θέλω νερό. Μοσχοβολιστοί ενωμένοι ιδρώτες, μαυλιστικές ανταλλαγές σάλιου δημοσίως. Ακατάλληλο videoclip που δεν θα γυριστεί ποτέ. Είμαστε rock, μη μας φοβάστε…
#9 Ξενύχτιδες στις αποβάθρες ξανά και ξανά. Κουβέντα με ένα παιδί από την Παλαιστίνη. Πεινάμε. Πάλι λουκάνικο; Καλύτερα, πίτσα-μακαρόνι με 4 ευρώ. Ναι, βρίσκεις. Εργάτες της νύχτας, τύπου μουτρωμένοι μπάρμεν σχολούν, εμείς σε λίγες ώρες γυρνάμε Ελλάδα κι έχουμε, τώρα, διασπαστεί στην ξένη πόλη, για χάρη του Έρωτα. Για όλον τον καυγά, για όλον τον χαμό… φταίει ο Έρωτας. Να’ ναι, λέτε, αληθινός; «Τρέχα να τον προλάβουμε, Αναστάση!»
#10 Όμως, ζήσαμε κι άλλα, κι άλλα που δε γράφονται. Drag queens, μουσουλμάνοι dealers, κυριλέ τουρίστες, ντόπιες, μυγιάγγιχτες γιαγιάδες, το ελληνικό μπαρ Myxa με τις αναπάντεχες συναντήσεις, οι κιτς βιτρίνες, το καραόκε στο πιο απρόβλεπτο πάρκο της πόλης, η έκπληκτη ματιά μας πάνω στο Τείχος, τα κινητά μας να πασχίζουν για την αθανασία ενός ταξιδιού που μένει, ούτως ή άλλως, αλησμόνητο.
#11 reBERth θα πει: το ξέφρενο, αλλόκοτο Βερολίνο σε αναζωογονεί, αρκεί να μην του το παίξεις ζόρικος-από την πρώτη ματιά στο ξεφουρνίζει: «είμαι η πόλη που θα λατρέψεις να μισείς, είμαι η πόλη που πάντοτε θα θες να επιστρέφεις.»