Διαμαρτυρίες και επικρίσεις δέχθηκε η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Τερέζα Μέι από όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου και τους επικεφαλής επιχειρηματικών φορέων, μετά την παρουσίαση του δεύτερου σχεδίου της για το Brexit, για το οποίο κοινή άποψη ήταν ότι είναι ουσιαστικά πανομοιότυπο με αυτό που καταψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα από τη Βουλή των Κοινοτήτων με διαφορά 230 ψήφων.
Η Τ. Μέι ισχυρίστηκε ότι θα προβεί «σε τρεις βασικές αλλαγές» στην πολιτική της για το Brexit, ωστόσο πολλοί βουλευτές ισχυρίστηκαν ότι δεν έφερε τίποτα καινούργιο στο κοινοβούλιο, ούτε κάτι που θα μπορούσε να άρει το αδιέξοδο. Εκπρόσωποι των επιχειρήσεων προειδοποίησαν ότι οι ανακοινώσεις της πρωθυπουργού φέρνουν τη χώρα ένα βήμα πιο κοντά στο δυνητικά καταστροφικό σενάριο της εξόδου χωρίς συμφωνία, ενώ μερίδα του βρετανικού Τύπου παρομοίασε το plan B με τη… «Μέρα της Μαρμότας».
Μετά τις τοποθετήσεις, η Βρετανίδα πρωθυπουργός κατέθεσε την πρότασή της, την οποία οι βουλευτές θα έχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουν πριν τελικά να ψηφίσουν την 29η Ιανουαρίου.
Μέχρι στιγμής έχει καταθέσει τροπολογία ο βουλευτής των Εργατικών Χίλαρι Μπεν, με την οποία ζητά μια σειρά από «ενδεικτικές ψηφοφορίες» πάνω σε διάφορες επιλογές για το Brexit (οι ενδεικτικές ψήφοι δείχνουν την τάση αποδοχής ή μη στο κοινοβούλιο όσον αφορά τις διάφορες προτάσεις), ενώ η βουλευτής, επίσης των Εργατικών, Ιβέτ Κούπερ, όπως αναμενόταν, παρουσίασε νομοσχέδιο σύμφωνα με το οποίο οι βουλευτές θα μπορούν να ψηφίσουν για να εμποδίσουν το σενάριο της εξόδου χωρίς συμφωνία, εάν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να περάσει την συμφωνία της για το Brexit ως την 26η Φεβρουαρίου. Τότε, το κοινοβούλιο θα μπορεί να δρομολογήσει τα επόμενα βήματα.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση της Μέι υπέστη νέα ήττα χθες Δευτέρα στη Βουλή των Λόρδων: τα μέλη της, σε μία ασυνήθιστη απόφασή τους, ψήφισαν (με 243 «ναι» έναντι 208 «όχι») να καθυστερήσουν τη διαδικασία του νομοσχεδίου για τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες μετά το Brexit, μέχρι να λάβουν επιπλέον λεπτομέρειες για τον τρόπο που θα συναφθούν και θα ελέγχονται. Η απόφαση δεν θα έχει επίπτωση στη διαβούλευση επί του νομοσχεδίου, αλλά στην κοινοποίησή του, η οποία δεν θα ξεκινήσει μέχρι η κυβέρνηση να συμμορφωθεί προς το αίτημα.