Γράφει ο Νικόλαος Μουτσόπουλος
Έχοντας εξασφαλίσει την θεσμική ατιμωρησία του με το άρθρο 86, το καθεστώς, επιδιώκει τώρα και την πολιτική του ατιμωρησία από την κοινωνία με τον αντιρατσιστικό νόμο.
Η ιδιοτέλεια των προθέσεων του φαίνεται από τις ακόλουθες αντιφάσεις:
Γιατί είναι ρατσιστική η άρνηση ενός και μόνο συγκεκριμένου ιστορικού γεγονότος ενώ δεν είναι ρατσιστικές οι αρνήσεις άλλων σημαντικότατων ιστορικά καταγεγραμμένων γεγονότων όπως η προκλητική άρνηση από ξένους αλλά και από Ελληνικά κόμματα της αυταπόδεικτης Ελληνικότητας της Μακεδονίας και ο σφετερισμός του ονόματός της; Εδώ η διεθνής κοινότητα και η Ελληνική δικαιοσύνη δεν έχουν την ίδια ευαισθησία;
Για τις ανθελληνικές ιστορικές ανακρίβειες που διδάσκονται τα Ελληνόπουλα στα σχολεία, δεν έχουν την ίδια ευαισθησία;
Για την καθημερινή εμετική ανθελληνική προπαγάνδα των καθεστωτικών ΜΜΕ δεν έχουν την ίδια ευαισθησία;
Για τον ρατσιστικό διαχωρισμό των πολιτών σε δύο κατηγορίες παραβιάζοντας συστηματικά κάθε έννοια ισονομίας, με προνομιακές νομοθετικές εξαιρέσεις δια τους μεν και σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας δια τους υπολοίπους, δεν έχουν την ίδια ευαισθησία;
Επειδή όμως ότι είναι αντιφατικό είναι υποβολιμαίο, θα πρέπει να αναζητήσουμε τον πραγματικό λόγο ψήφισης αυτού του νομοσχεδίου.
Αναζητώντας ποιο νομικό κενό έρχεται να καλύψει αυτό το νομοσχέδιο αλλά και το ποια ανάγκη της κοινωνίας μας καλύπτει, βρίσκω ότι σαν λαό δεν μας αφορά σε τίποτα.
Κατανοώ το δικαίωμα προστασίας της όποιας αλήθειας οποιουδήποτε από κακόβουλα ψεύδη ή πράξεις.
Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει μονομερώς προστατεύοντας φωτογραφικά μόνο ορισμένους και δίνοντάς τους παράλληλα ασυλία για δικά τους κακόβουλα ψεύδη, εγκλήματα ή ευρύτερες μακροχρόνιες εγκληματικές επιδιώξεις εις βάρος της κοινωνίας που τους φιλοξενεί.
Η προστασία θα πρέπει να ισχύει για όλους ανεξαιρέτως βασιζόμενη στην κοινώς αποδεκτή αρχή εξασφάλισης του ιερού δικαιώματος της άμυνας, του δημοκρατικού δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών και στην εξασφάλιση της δημοκρατικής αρχής αληθούς ενημέρωσης δια του πλουραλισμού απόψεων κυρίως στα Μ.Μ.Ε. και όχι της επιβολής από το καθεστώς της μιας και μοναδικής μειοψηφικής άποψης, ως εκ θείας αποκαλύψεως θέσφατο!
Κατανοώ επίσης την ανάγκη ψήφισής του από χώρες υπόλογες για εθνοκαθάρσεις (που είναι σχεδόν οι περισσότερες). Αλλά για ποια εθνοκάθαρση έχουν στιγματισθεί οι Έλληνες ώστε να υπάρχει φόβος να την επαναλάβουν; Γιατί θα πρέπει να τους επιβληθεί ως ποινή αυτή η εξευτελιστική επιτροπεία στην ελεύθερη έκφρασή τους για κάτι που ποτέ δεν έκαναν ως λαός ούτε έχουν διανοηθεί να κάνουν;
Στην πλούσια γλώσσα μας υπάρχουν πάρα πολλές λέξεις για να εκφράσουμε την ίδια έννοια ώστε να μην έχουμε ανάγκη ξένων γλωσσικών δανείων γι’ αυτό. Επειδή όμως η έννοια «ρατσισμός» δεν υπάρχει στο DNA του Έλληνα, δεν χρειάστηκε να δημιουργήσει μια αντίστοιχη Ελληνική λέξη. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε την ξένη για μας λέξη «ρατσισμός» για να προσδιορίσουμε μια ξένη για μας έννοια.
Αναίτια λοιπόν, φορτικά και μεθοδικά επί 40 χρόνια οι Έλληνες υπέστησαν άγρια ανθελληνική προπαγάνδα στην παιδεία και από τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Υπέστησαν επίσης πλύση εγκεφάλου ότι κινδύνευαν να γίνουν ρατσιστές! και ότι οι ίδιοι δεν το γνώριζαν! γι’ αυτό τους το θύμιζαν αδιαλείπτως.
Εκείνο που τελικά δεν γνώριζαν οι Έλληνες ήταν το μέλλον που από τότε τους επεφύλασσαν. Ένα μέλλον πολιτιστικής, πολιτικής και οικονομικής χρεοκοπίας μέσα στο οποίο θα έπρεπε επί πλέον να συγχρωτίζονται υποχρεωτικά μαζί με εκατομμύρια ανεξέλεγκτους λαθρομετανάστες επειδή κάποιοι ανεύθυνοι πολιτικοί τους εγκλώβισαν χωρίς διαπραγμάτευση στο Δουβλίνο 1 και 2.
Γι’ αυτό οι Έλληνες θα έπρεπε προηγουμένως να ενοχοποιηθούν ως ρατσιστές ώστε ως και ποινικά ένοχοι πλέον, σύμφωνα με τον αντιρατσιστικό νόμο, να μην νομιμοποιούνται να αντιδρούν για οτιδήποτε άλλο πρόκειται να υποστούν.