Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου
Στην Ελλάδα του 2017 πια (γιατί ήδη βρισκόμαστε λίγους μήνες μέσα σε αυτό και το βιώνουμε για τα καλά) είναι πολλά τα πράγματα που μπορεί να δει και να ακούσει κανείς και να του πέσουν τα μαλλιά. Από κάθε άποψη. Και διαπιστωμένα.
Και αυτό, όχι λόγω ιδεολογικών διαφωνιών [που εδώ που τα λέμε πάντα υπήρχαν και αποτελούν κάτι το σύνηθες και εν μέρει αποδεκτό], αλλά απλώς επειδή οι άνθρωποι τείνουν να θίγουν ζητήματα και καταστάσεις χωρίς να μπορούν να τις προσεγγίσουν και εν ολίγοις χωρίς να ξέρουν τι λένε. Επίσης διαπιστωμένο.
Δεν είμαστε όλοι ειδήμονες σε όλα τα ζητήματα [και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου σε αυτή την παραδοχή], όμως ταυτόχρονα δεν χρειάζεται κιόλας. Δεν χρειάζεται να έχει ο καθένας την πιο εξειδικευμένη γνώση στα πάντα για να εκφέρει άποψη -κάτι τέτοιο θα ήταν άκριτα ηγεμονικό άλλωστε από κάθε άποψη.
Παράλληλα, αν και πάντα θα επισύρει συζητήσεις η έννοια της ελευθερίας της γνώμης, είναι αναντίρρητα ένα δικαίωμα μεγάλης αξίας.
Ποιο είναι λοιπόν το ζήτημα;
Το πρόβλημα ξεκινάει όταν αρχίζουμε να μιλάμε απλώς για να μιλάμε. Όταν, δηλαδή, την πρωτοκαθεδρία της έκφρασης δεν έχει η ιδέα ή άποψη που αναλύουμε αλλά η θρέψη του εγωισμού μας. Και ας μην κοροϊδευόμαστε, στην Ελλάδα ο εγωισμός είναι σαν την θάλασσα: ακόμα και αν δεν τον βλέπεις, έχεις συνεχώς την αίσθηση του, βρίσκεται παντού στον αέρα.
Προσεγγίζοντας ίσως το ζήτημα ψυχοκοινωνιολογικά, σε καθημερινά γεγονότα και ιδίως στα ζητήματα που αφορούν όλους, τα λεγόμενα ‘κοινά’, ο καθένας αισθάνεται πως έχει κάποια εμπλοκή είτε λόγω εμπειριών, ερεθισμάτων, συναισθημάτων, είτε λόγω σχέσεων και συμμετοχών σε ομάδες. Αυτό το γεγονός οδηγεί τον καθένα να αξιολογεί ηθικά και σε πολλές περιπτώσεις -ας τονιστεί αυτό- μυθικά πολλά μέρη της πραγματικότητας όπως την βιώνει.
Εκεί εντοπίζεται και το λάθος, καθώς το κομμάτι αυτό της ηθικής που μεταφράζεται σε μυθική προσέγγιση δεν μπορεί παρά να μεταφράζεται σε ψευδαίσθηση.
Ας αφήσουμε για μια στιγμή στην άκρη τις πολλαπλές κρίσεις της χώρας αυτής -οικονομική, ιδεολογική, κοινωνική- και ας πλαισιώσουμε το ζήτημα ατομικά: Μια ψευδαίσθηση (μικρών ή μεγάλων προεκτάσεων) δεν υποβοηθά ποτέ να παρθούν αποφάσεις και ακόμα και αν τα καταφέρει κανείς με αυτήν την πρώτη δυσκολία, οι αποφάσεις δεν θα είναι απαραίτητα σωστές. Αντιθέτως, τα ‘θύματά’ της οδηγούνται σε λανθασμένους συλλογισμούς και σε κάποιου είδους ανάγωγες συμπεριφορές όπως την επιφύλαξη, την ειρωνεία, την αποφυγή συζήτησης, ακόμα και την άρνηση μέρους της πραγματικότητας ως αυτή να μην υφίσταται.
Είμαι σίγουρη πως σε όλους μας δημιουργούνται εμπειρικές εικόνες από αυτή την περιγραφή. Και όλα αυτά επηρεάζουν αυτού του είδους την κρίση που καταλήγει να οικοδομεί την ‘κοινή γνώμη’. Ο μηχανισμός αυτός τρώει τον εαυτό του και κολλάει σαν ιός από την μία ατομική μονάδα στην άλλη, όπως -κακά τα ψέματα- οι περισσότερες ασθενικές συμπεριφορές.
Κανείς δεν διαθέτει την τέλεια τετράγωνη λογική, όσο και αν έχει εκπαιδεύσει τον εγκέφαλο του μέσω των επιστημών και της συνεχούς μαθησιακής εξέλιξης. Αντιθέτως, όλοι λίγο ή πολύ διατηρούν και θα διατηρούν μια κάποιου είδους ψευδαίσθηση. Άλλωστε, ακόμη και αυτές, υπό την θετική τους πλευρά, υποστηρίζουν τους ανθρώπους έτσι ώστε να επιβιώνουν και να εξελίσσονται.
Όταν όμως μια ψευδαίσθηση επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό ώστε να κατορθώνει το αντίθετο από μια υγιή προστασία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, όταν δηλαδή παίρνει περισσότερα από όσα δίνει στα υποκείμενα, σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτά να μην γνωρίζουν τι κάνουν, τι λένε και γιατί, ε, τότε λοιπόν, υποπίπτουμε σε σφάλμα.
Θα ήταν εγωιστικό εκ μέρους μου και μια τεράστια ένδειξη ψευδαισθήσεων να πω πως έχω μια αντιπρόταση ως προς αυτόν τον μηχανισμό.
Ίσως θα ήταν καλό να σκεφτόμαστε. Και ίσως θα ήταν επίσης καλό να μιλάμε έχοντας γνώση γιατί το κάνουμε. Γιατί στην τελική θα βρεθεί κάποιος είτε σε μικρό (ατομικό) είτε σε μεγάλο (συλλογικό) βαθμό που θα μας πει «Δεν πάει έτσι» -όπως και ήδη γίνεται, από τον έναν στον άλλον μεταξύ μας και από το εξωτερικό στην Ελλάδα σε μεγαλύτερο επίπεδο. Και τότε, ‘μαύρο φίδι που μας έφαγε’ ως άτομα, ως λαό, ως χώρα.