Μία βίαιη ιστορία ενηλικίωσης, η αντίδραση μας μπροστά στο μοιραίο και η προσωπική ευθύνη όταν επιλέγουμε να συμμετέχουμε σ’ ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες, είναι τα θέματα που απασχολούν τις τρεις ελληνικές ταινίες μικρού μήκους που συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Δράμας. Στη διοργάνωση που φέτος συμπληρώνει 23 χρόνια από τη διεθνοποίησή της, διαγωνίζονται 54 ταινίες από 48 χώρες του κόσμου. Ανάμεσα τους βρίσκονται και τρεις ελληνικές παραγωγές: το «Play» του Βαγγέλη Λυμπερόπουλου, το «Φράγμα» του Γιώργου Τελτζίδη και οι «Ράγες» της Ελίνας Φέσσα.
«Play»
Στο «Play» του Βαγγέλη Λυμπερόπουλου, ο πρόεδρος μιας μικρομεσαίας επιχείρησης εισάγει μια πρωτοποριακή πολιτική δημιουργικής απασχόλησης των εργαζομένων η οποία περιλαμβάνει μία ώρα παιχνιδιού κάθε μέρα. Πέντε από τους υπαλλήλους, υπό την απειλή μιας νέας τάξης πραγμάτων που επιβάλλει η κρίση, εξωθούν το παιχνίδι τους στα άκρα ξεφεύγοντας από κάθε έλεγχο. Αυτό που ανακαλύπτουν είναι ότι μπορείς να ξεφύγεις από τους κανόνες αλλά όχι από τις συνέπειες των πράξεων σου.
«Το Play είναι μία αλληγορία, ένα σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη φύση και ειδικότερα στην σημερινή κοινωνία. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι μια ολόκληρη χώρα μετά από 8 χρόνια κρίσης παραμένει δέσμια μιας αυτοκαταστροφικής νοοτροπίας» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο σκηνοθέτης, παραγωγός και εμπνευστής της ιδέας πίσω από το «Play» Βαγγέλης Λυμπερόπουλος. «Αν έβγαινες με ένα μικρόφωνο έξω στους δρόμους και ρωτούσες γιατί βρισκόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση, ο καθένας θ’ απαντούσε κάτι διαφορετικό, θα έριχνε το φταίξιμο σε κάποιον άλλον. .. Η ταινία διαπραγματεύεται την ατομική ευθύνη και τον αντίκτυπο που έχουν οι πράξεις μας στο κοινωνικό σύνολο. Στο Play οι ήρωες επιλέγουν να παίξουν χωρίς κανόνες και περιορισμούς . Και αυτό μπορεί να τους οδηγήσει στην καταστροφή..».
Από το 1995 μέχρι σήμερα ο Β. Λυμπερόπουλος δραστηριοποιείται εκτεταμένα ως σκηνοθέτης και παραγωγός στο χώρο των διαφημιστικών ταινιών. Η δουλειά του έχει κερδίσει πολυάριθμα βραβεία ΕΡΜΗΣ στην Ελλάδα αλλά και σε αρκετές αντίστοιχες διοργανώσεις του εξωτερικού (Βραβείο διαφήμισης Νέας Υόρκης, Βραβείο Διαφήμισης Αραβικού Κόσμου). Το «Play» είναι η πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα.
«Μετά από 22 χρόνια στη διαφήμιση είναι η πρώτη μου προσπάθεια να αφηγηθώ μια ιστορία μεγαλύτερης διάρκειας των 2 λεπτών. Ήθελα χρόνια ν’ ασχοληθώ με το σινεμά αλλά έως τώρα δεν είχα καταφέρει να συγκεντρώσω τα χρήματα προκειμένου να κάνω μία μεγάλου μήκους όπως θα επιθυμούσα. Έτσι αποφάσισα να γυρίσω μια μικρού μήκους που τουλάχιστον θα μπορούσα να την κάνω με τους όρους που θα έθετα εγώ» αναφέρει ο ίδιος και προσθέτει: « Στον χώρο της διαφήμισης οφείλεις ν’ ακολουθείς τις εντολές του πελάτη και προτεραιότητα πάντοτε είναι να κυριαρχήσει το προϊόν. Ήταν λοιπόν μία εσωτερική ανάγκη μου ν’ αφηγηθώ κάποια στιγμή μία δική μου ιστορία».
«Ράγες»
Οι «Ράγες» της Ελίνας Φέσσα αφηγούνται τις παράλληλες ιστορίες δυο άγνωστων μεταξύ τους γυναικών , που θα γίνουν τελικά μία, καταλήγοντας σε ένα παγκάκι του σταθμού της Βικτώριας. «Η ταινία βασίζεται σ ένα αληθινό γεγονός το οποίο μου είχε διηγηθεί πριν χρόνια η μητέρα μου και με συγκλόνισε. Καρφώθηκε μέσα μου και δεν έλεγε να φύγει οπότε έπρεπε να κάνω κάτι γι’ αυτό» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η σκηνοθέτις.
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η Ελίνα Φέσσα σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Yale και σκηνοθεσία Κινηματογράφου στο Columbia. Έχει βραβευτεί από το Directors Guild of America κι έχει συμμετάσχει ως ταλέντο στα φεστιβάλ του Βερολι?νου και του Σαράγιεβο. Πιστεύει ότι το σινεμά είναι «ομαδικό άθλημα» και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο στάδιο ανάπτυξης του σεναρίου δύο μεγάλου μήκους ταινιών.
Για τις «Ράγες» επισημαίνει πως πρόκειται για «μια καθαρά ανθρωποκεντρική ταινία που εστιάζει στο πώς αντιδρούμε μπροστά στο μοιραίο και το πως αυτό μπορεί να μας επηρεάσει με τρόπο αμετάκλητο». Στο φεστιβάλ της Δράμας βρέθηκε για πρώτη φορά υποψήφια το 2004, και από τότε θεωρεί ότι το επίπεδο των ταινιών που συμμετέχουν έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Οι «Ράγες» είναι η πρώτη ταινία που γύρισε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα: « «Η εμπειρία μου φάνηκε βουνό. Κατά την διάρκεια της προετοιμασίας της έπρεπε να φιλοξενηθώ σε σπίτια φίλων στην Αθήνα μαζί με τη νεογέννητη κόρη μου και μέσα σε ένα τετράμηνο χρειάστηκε να μετακομίσουμε 6 φορές. Ωστόσο δεν θεωρώ απαραίτητα ότι το να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα είναι δύσκολο και ότι θα ήταν πιο εύκολα αλλού. Πουθενά δεν σου φτάνουν τα χρήματα». Σε ό,τι αφορά στην ταινία, «παρόλο που μας έτυχαν αρκετές αναποδιές, στο τέλος όλα έδεσαν μαγικά».
«Φράγμα»
«Μία βίαιη ιστορία ενηλικίωσης με φόντο την ελληνική επαρχία». Έτσι περιγράφει το «Φράγμα» ο Γιώργος Τελτζίδης το οποίο αποτελεί και την τέταρτη σκηνοθετική του δουλειά. Η ταινία αφηγείται την ιστορία της δεκαεξάχρονης Χριστίνας που πρέπει να εγκαταλείψει τον Σωτήρη, το γέρικο σκυλί που έχει υπό την προστασία της, πριν φύγει με την οικογένειά της από το ορεινό χωριό στο οποίο μένουν, εξαιτίας της κατασκευής ενός τεράστιου φράγματος.
«Αφορμή για την ταινία στάθηκε το ίδιο το μέρος. Η Μεσοχώρα Τρικάλων. Ενα χωριό που ζει εδώ και δεκαετίες σε καθεστώς ομηρίας, λόγω του φράγματος που κατασκευάστηκε εκεί» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Τελτζίδης. «Είχα κάνει ένα ταξίδι εκεί πριν 6-7 χρόνια και μου είχε κάνει εντύπωση πως ένα έργο όπως το φράγμα του Αχελώου μπορεί να επηρεάσει μία κοινωνία. Πέρα από τα πρωτοσέλιδα που διαβάζουμε για τις Σκουριές , την Κερατέα και γι’ άλλα μεγάλα έργα , μ’ ενδιέφερε να εξετάσω πως αυτά μπορούν να επηρεάσουν σε προσωπικό επίπεδο τους ανθρώπους, πως είναι να αναγκάζεσαι να εγκαταλείπεις τον τόπο σου».
Από το πρώτο draft μέχρι το τελικό μοντάζ η ταινία χρειάστηκε περίπου επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί. « Ας πούμε ότι ήταν μία περιπέτεια. Κάθε φορά φτάναμε κοντά στο να ξεκινήσουμε γύρισμα αλλά κάτι προέκυπτε και όλη η διαδικασία ματαιωνόταν. Μεσολάβησε το κλείσιμο της ΕΡΤ οπότε υπήρχαν προβλήματα χρηματοδότησης, ωστόσο μέσα σε αυτό το διάστημα διαμορφωνόταν συνεχώς το σενάριο, καθώς με τα χρόνια άλλαζαν και οι αφηγηματικές μου ανάγκες».
Είναι η τέταρτη φορά που συμμετέχει στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Στο παρελθόν έχει βραβευτεί δύο φορές από τη διοργάνωση, με τα βραβεία καλύτερου ντοκιμαντέρ για το «Καθαρό Ραδιόφωνο» (2012) και σεναρίου από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου για την «Γεννήτρια» (2013). Για τον ίδιο, η εμπειρία του να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα σήμερα συνοψίζεται σε δύο λέξεις: «επίπονη και διασκεδαστική».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ