Ο Βίντκουν Κουίσλιγκ (Vidkun Abraham Lauritz Jonssøn Quisling), (18 Ιουλίου 1887 – 24 Οκτωβρίου 1945) ήταν Νορβηγός αξιωματικός και πολιτικός φασιστικών πεποιθήσεων.
Ο Βίντκουν Κουίσλιγκ γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1887 στο Φίρεσνταλ (Fyresdal) της Νορβηγίας. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Γιον Λάουριτς (Jon Lauritz) και μητέρα του η Άννα Κουίσλιγκ (Anna Caroline Bang Quisling). Ο νεαρός Βίντκουν έδειξε κλίση σταμαθηματικά, αλλά και στα θρησκευτικά και τη μεταφυσική. Όμως, οι γονείς του τον προώθησαν σε στρατιωτική καριέρα, γι’ αυτό και εγγράφηκε στη Στρατιωτική Ακαδημία του Όσλο, από όπου αποφοίτησε με άριστα. Το 1917 είχε ήδη πάρει το βαθμό του Λοχαγού, ενώ το 1921 προάχθηκε σε Ταγματάρχη. Ως στρατιωτικός είχε κυρίως διπλωματική καριέρα, αφού διετέλεσε στρατιωτικός ακόλουθος αρχικά στην Αγία Πετρούπολη (1918-1919) και στη συνέχεια στο Ελσίνκι (1919-1921). Έπειτα στάλθηκε, ως μέλος της αποστολής της Διεθνούς Επιτροπής κατάρτισης αναγλύφου, στη Ρωσία. Στην αποστολή αυτή γνώρισε και νυμφεύθηκε τη Μαρία Πάσεκ. Ύστερα ακολούθησε τον ανθρωπιστή και ερευνητή Φρίτγιοφ Νάνσεν (Fridtjof Nansen) στις ανθρωπιστικές του αποστολές στη Ρωσία και τηνΑρμενία (1922-1925). [1]
Ο Κουίσλιγκ υπογράφει αυτόγραφο (1943)
Αφήνοντας τη στρατιωτική καριέρα, εντάχθηκε στο Νορβηγικό Αγροτικό Κόμμα και τη διετία 1931-1933 διετέλεσε Υπουργός Άμυνας. Το 1933 αποχώρησε από το Αγροτικό Κόμμα για να ενταχθεί στο φασιστικό Nasjonal Samling (Κόμμα Εθνικής Ενότητας), του οποίου υπήρξε ο εμπνευστής και συνιδρυτής. Η παραμονή του στην ΕΣΣΔ τον είχε πείσει, όπως έγραψε ο ίδιος, ότι «ο μπολσεβικισμός είναι ένα πολιτικό σύστημα που πρέπει να φοβόμαστε».
Όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Κουίσλιγκ τάχθηκε με το μέρος των Ναζιστών. Συνάντησε τον Χίτλερ το 1939 στο Βερολίνο και συζήτησε μαζί του σχετικά με τα μεγάλα οφέλη που θα είχε το Ράιχ, αν καταλάμβανε τη Νορβηγία.
Κατά την εκστρατεία των Ναζιστικών στρατευμάτων στη Νορβηγία, τον Απρίλιο του 1940, υποστήριξε την εισβολή τους και, ως ανταμοιβή, διορίστηκε πρωθυπουργός στην κατεχόμενη Νορβηγία, από τον Φεβρουάριο του 1942 μέχρι τα τέλη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, όσο η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Γιόχαν Νύγκαρντσβολντ ήταν εξόριστη στο Λονδίνο. Ως πρωθυπουργός δεν ήταν καθόλου αγαπητός στους Νορβηγούς, οι οποίοι τον θεωρούσαν προδότη και συνεργάτη των δυνάμεων Κατοχής στη χώρα τους. Με το τέλος του πολέμου και την επάνοδο της νόμιμης Κυβέρνησης, ο Κουίσλιγκ συνελήφθη και δικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Εκτελέστηκε από απόσπασμα στις 24 Οκτωβρίου 1945.
Το επώνυμό του χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες (και στην ελληνική) για να δηλώσει προδότες, συχνά δωσίλογους.