Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλτάς
Ένας μοναχός που άφησε το στίγμα του στην Αθωνική πολιτεία, ήταν ο γέροντας Ιερόθεος Καρυώτης, ο οποίος κοιμήθηκε πριν τρεις μέρες. Υπήρξε αφιερωμένος στον μοναχισμό και παράλληλα πολύ δραστήριος, έχοντας στο ενεργητικό του την ίδρυση του περιοδικού «Πρωτάτον» από τον Οκτώβριο του 1982.
Ήταν επίσης ένας άνθρωπος με έναν συνδυασμό εκκλησιαστικής και λαϊκής σοφίας ο οποίος καθώς λέγεται ενέπνευσε στην Αρλέτα το τραγούδι το Μπαρ το Ναυάγιο με τους χαρακτηριστικούς στίχους,
«Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο Βρέθηκα να τα πίνω μ” έναν άγιο καθότανε στο διπλανό σκαμπό
Και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό
Του είπά παππούλη τι ζητάς εδώ
Δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό
μου λέει, τέκνον κάνεις μέγα λάθος
εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος»
Υπάρχει η ανεκδοτολογική ιστορία που θέλει τον ίδιο να συναντιέται όντως με την Αρλέτα σε ένα μπαρ με τον Λάκη Λαζόπουλο, που ήταν φίλους του, να συμπληρώνει την παρέα.
Αυτό που πάντως είναι γνωστό από παλαιότερο ρεπορτάζ είναι ο βαθιά θεολογημένος μοναχός είχε και μια ιδιαίτερη και ανεπτυγμένη αντίληψη για το καλό κρασί.
Σε ρεπορτάζ που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Έθνος» το 2012 για τον Μυλοπόταμο ο Γιώργος Ξεπαδάκος έγραφε για τον μοναχό Ιερόθεο:
Τακτικός επισκέπτης στον Μυλοπόταμο είναι ο γέροντας Ιερόθεος, που ζει στις Καρυές. Τόσο στην όψη όσο και στο πνεύμα, μοιάζει με σοφιστή αρχαίου αθηναϊκού συμποσίου. (…) Τον συναντήσαμε έξω από τον πύργο, στο κιόσκι. Απολάμβανε τη θέα προς τη θάλασσα, συντροφιά με ένα ποτήρι ερυθρό ξηρό του 2009. «Ηταν καλή χρονιά, να την προτιμάς όταν αγοράζεις κρασιά του εμπορίου», μας συμβούλεψε κι αδράξαμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε τι σημαίνει άμπελος για τους μοναχούς. «Αμπελος αληθινή είναι η Θεοτόκος, η βλαστήσασα τον καρπό της ζωής», απάντησε. Μα εννοούσαμε την άλλη άμπελο, την υλική, με τα σταφύλια και τις κληματόβεργες.
«Η φυσική άμπελος για μας τους καλόγερους είναι η μητέρα της ευφροσύνης», πρόσθεσε και συνέχισε: «Κάποτε ένας τυφλός, ένας χωλός κι ένας ρακένδυτος βρέθηκαν σε πανηγύρι. Αφού ήπιαν αρκετό κρασί, υψώνει ο τυφλός το ποτήρι και λέει: Ελάτε να ξαναπιούμε απ” το κρασάκι αυτό που “ναι δι