Γράφει ο Ceteris Paribus
Μπορεί η κρίση στην Κίνα να τροποποιήσει επί το δυσμενέστερο το ελληνικό πρόγραμμα ή και να… εκτροχιάσει την ελληνική οικονομία; Η ελληνική προεκλογική μακαριότητα δεν επιτρέπει ούτε καν να τεθούν στα σοβαρά τέτοια ερωτήματα. Ωστόσο, αυτά όχι μόνο είναι «νόμιμο» να κατατίθενται, αλλά έχουν και ουσιαστικό περιεχόμενο.
Η εξέλιξη της κινεζικής χρηματιστηριακής κρίσης δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Όλα τα μέτρα στα οποία κατέφυγε η κινεζική κυβέρνηση για να την αντιμετωπίσει, αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά, καθώς τα αίτια της κρίσης είναι δομικά και σύνθετα, όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά. Η βάση του κινεζικού θαύματος, οι «αφύσικα» υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης για πολύ μακρό χρονικό διάστημα, απειλείται σοβαρά – το αποτυπώνουν αυτό όλοι οι οικονομικοί δείκτες. Αύριο ανακοινώνονται τα στοιχεία για την οικονομική δραστηριότητα στην κινεζική μεταποίηση, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για υποχώρηση σε χαμηλά τριών ετών. Ό,τι και αν δοκίμασε η κινεζική κυβέρνηση για να ανατάξει την καθοδική τάση των ρυθμών ανάπτυξης, απέτυχε: ούτε η υποτίμηση του γουάν και η μείωση επιτοκίων, ούτε τα τραπεζικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, ούτε η απαγόρευση των ανοιχτών, ούτε η αναστολή διαπραγμάτευσης μετοχών εταιρειών με μεγάλη συμβολή στο χρηματιστηριακό δείκτη έφεραν αποτέλεσμα.
Αν αποδειχτεί ότι η κινεζική κρίση είναι στην αρχή της και ότι οι μεγάλες αναταράξεις είναι μπροστά, τότε τα μείζονα ερωτήματα είναι δύο:
Πρώτο, οι συνέπειες για την ίδια την Κίνα, όπου αναμένεται ότι θα συμπαρασυρθεί στην κρίση όχι μόνο η οικονομική βάση αλλά και το τεράστιο και γραφειοκρατικό πολιτικό εποικοδόμημα, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μίγμα οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής κρίσης και αστάθειας.
Δεύτερο, οι συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο, που επίσης μπορούν να είναι ποικίλες: ασφαλώς καταρχήν οικονομικές, αλλά και γεωπολιτικές.
Μπορούν αυτές οι συνέπειες να φτάσουν μέχρι τη χώρα μας και μάλιστα να είναι σοβαρές; Υπό προϋποθέσεις (που αφορούν την ένταση με την οποία θα συνεχιστεί η κινεζική κρίση, αλλά και -κατ’ επέκταση- την ένταση των συνεπειών στην παγκόσμια οικονομία), ναι! Η βασιλική οδός για να φτάσουν οι συνέπειες της κινεζικής κρίσης από τη μακρινή Κίνα μέχρι τη χώρα μας είναι… η Ευρώπη.
Για την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικότερα, η «ποσοτική χαλάρωση» του κ. Ντράγκι είχε πενιχρά αποτελέσματα και δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το απειλητικό μίγμα οικονομικής στασιμότητας ή και ύφεσης από τη μια και χαμηλού πληθωρισμού ή και αποπληθωρισμού από την άλλη. Επίσης στην επταετία από το ξέσπασμα της κρίσης (2009-2015) τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο χρέος αυξήθηκαν -και μάλιστα σημαντικά- αντί να μειωθούν ή έστω να σταθεροποιηθούν. Η απογείωση των ευρωπαϊκών οικονομιών από το «βούρκο» της κρίσης δεν ήρθε, με αποτέλεσμα η κινεζική κρίση να τη βρίσκει σε αυτή την ευάλωτη κατάσταση. Ταυτόχρονα, η Ευρωζώνη κατά κύριο λόγο, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, βρίσκονται σε κρίσιμη φάση: στη μεν πρώτη συζητείται ένα «βαρύ» πρότζεκτ εμβάθυνσης της ενοποίησης, που συνοδεύεται από μια εξίσου «βαριά υπόνοια» ότι θα σημάνει την υποβάθμιση των χωρών του Νότου στη «δεύτερη ταχύτητα», ενδεχομένως δε και την κατηγοριοποίησή τους δε πολλές «ταχύτητες».
Η κινεζική κρίση, λοιπόν, απειλεί να προσβάλει τις ευρωπαϊκές ισορροπίες πολλαπλώς: επιδεινώνοντας την κρίση χρέους, τον τομέα των εξωτερικών συναλλαγών με την Κίνα (κυρίως τις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς την Κίνα), τη δύναμη του ευρώ σαν παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, τις ευρωπαϊκές τράπεζες, τις ευρωπαϊκές αγορές (χρηματιστήρια και ομόλογα), εν τέλει την ευρωπαϊκή ανάπτυξη. Κανείς δεν μπορεί να προφητεύσει ποια έκταση και ποιο βάθος θα έχουν αυτές οι δυσμενείς επιρροές. Αλλά η ευρωπαϊκή οικονομία είναι ήδη τόσο ευάλωτη, ώστε δεν χρειάζεται πολύ μεγάλο «σπρώξιμο» για να ανατραπούν οι ισορροπίες της…
Ποιες όμως μπορεί να είναι οι συνέπειες για την Ελλάδα; Κατεξοχήν δύο: Πρώτο, να ενισχυθούν οι τάσεις για Ευρωζώνη «πολλών ταχυτήτων», με την Ελλάδα να συμμετέχει οριακά στην τελευταία από αυτές τις ταχύτητες – χωρίς να αποκλείεται να αναζωπυρωθούν και τα σενάρια του Grexit. Δεύτερο και πιο άμεσης σημασίας, να σκληρύνει η στάση της Γερμανίας, της Κομισιόν και της ΕΚΤ όσον αφορά τα εκκρεμούντα ζητήματα του ελληνικού προγράμματος.
Από αυτή την άποψη, η «έμπνευση» του Αλέξη Τσίπρα να παρατείνει τις εκκρεμότητες του ελληνικού προγράμματος για το διάστημα μετά τις εκλογές πιθανότατα δεν θα είναι άμοιρη συνεπειών για τις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές και την Ευρώπη…