Γράφει ὁ Γιῶργος Νικολακάκος
Ἡ Ελληνική Κοινωνία ἔχει καταντήσει μια κοινωνία δυσπραγούντων ἀνθρώπων, τούς ὀποίους ἡ πολιτική ἀναίδεια προσπαθεῖ νά τούς “θρέψει” μέ ψευδαισθήσεις καί ἐσχάτως μέ αίσιοδοξία. Καλή εἶναι ἡ αίσιοδοξία, ὄταν ἐδράζεται ἔστω στήν είλικρίνεια τῶν προθέσεων. Ὄταν ὄμως ἀποτελεῖ ἐπικοινωνιακό τέχνασμα ἥ οἱ πολιτικές πρωτοβουλίες εἶναι σαθρές, τότε ἀντιμετωπίζεται ὁ ἤδη ταλαίπωρος πολίτης σάν ἔνα παλιό χαρτονόμισμα ποῦ τὀ τσαλάκωσαν χιλιάδες χέρια. Τότε ἡ πολιτική ἀναίδεια γίνεται μάχαιρα ποῦ κόβει τά χέρια τῶν νέων ποῦ ἀγωνίζονται νἀ ἀγκαλιάσουν τόν κόσμο. Τότε ὁ ἔλληνας κοιμᾶται καί βλέπει μονάχα τά ὄνειρά του. Τἀ μικρά δέν ἔχουν μέγεθος καί τα μεγάλα εἶναι φορτωμένα μέ ἐφιαλτική ἀγωνία… Εκατομμύρια ἀνέργων Ρωμηών καί άλλων ποῦ δέν μποροῦν ἀνταποκριθοῦν στίς βασικές καθημερινές τούς ἀνᾶγκες, χορτάσανε πολιτική ἀναίδεια! Οἱ ἐλπίδες τους κουρέλια κρεμασμένα στα συνοικιακά μπαλκόνια. Και κάθε κομμένο χέρι ἀρχαίου ἀγάλματος σέ κάθε γωνιά τῆς Ελλάδας, μᾶς “μουτζώνει” ὧς κοινωνία.
Το κύριο ἀποτέλεσμα πού παραμένει ώς τις μέρες μας και λίγο πολύ χαρακτηρίζει όλα τα κόμματα, εἶναι ἡ ἀνάδειξις τοῦ λαϊκισμοῦ σε βασική πολιτική δύναμι. Εἶναι ὁ Ανδρέας Παπανδρέου, ο πρωθιερέας τοῦ λαϊκισμού ὁ ὀποῖος ἀποτελεῖ τό ἀνομολόγητο πρότυπο τοῦ σημερινοῦ πρωθυπουργοῦ καί πρώην ἀρχηγοῦ τῆς αξιωματικής αντιπολιτεύσεως κ. Αλέξη Τσίπρα, ὁ ὀποῖος άνέδειξε τόν λαϊκισμό σάν κύριο μέσον ἐκφορᾶς τοῦ πολιτικοῦ λόγου. Αὐτός ὀ λαϊκισμός εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις στήν πολιτική ἀντιφατικῶν λαϊκῶν αίτημάτων που κάνουν την πολιτική ἐπίσης ἀντιφατική, καταλύουν τήν αὐτοτέλειά της, την καθυποτάσσουν σε εξωπολιτικές δυνάμεις καί τελικά τήν ὀδηγούν σέ ἀδιέξοδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αὐτῆς τῆς ἀντιφατικότητος εἶναι το να ὑπόσχεται ὁ Συριζα ὄτι θά προβῆ σέ ὄλες ἐκεῖνες τίς μεταρρυθμίσεις τίς ὀποῖες δέν ἔκαναν οἱ προκατοχοι του καί ἀπό τό ἄλλο μέρος νά ὑπόσχεται ὄτι θα ἐπαναπροσλάβη ὄλους τούς ἀπολυθεντες ὑπαλλήλους καί ὄτι θα ἐπαναλειτουργήση ἡ ΕΡΤ με τήν προηγούμενη μορφή της. Ενῶ πολλά ἀπό τά πρώην στελέχη τοῦ Πασόκ προσπαθοῦν νά διατυπώσουν ἕναν ὑπέυθυνον καί ορθόν λόγο, τά στελέχη τοῦ Σύριζα ἔχουν ἀποδυθῆ σέν ἕναν ἀγῶνα ἐκφυλισμοῦ τοῦ πολιτικοῦ λόγου καί φαίνεται νά βρίσκουν μεγάλη ἀπήχησι. Ἡ πολιτική ἀνέλιξις τόσων πολλῶν έπικίνδυνων λαϊκιστών ὑποδηλώνει ἕνα δυσάρεστο γεγονός: τήν ἀδυναμία, πνευματική ὀκνηρία ἥ ἀνεπάρκεια ἐκείνων πού θά ἔπρεπε έγκαίρως νά ὑπερασπισθοῦν ἐπιτυχῶς τίς άρχές μίας ἐλεύθερης, ἀνοικτῆς κοινωνίας. Η Ελλάδα ὧς χῶρα ἐπί δεκαετίες δέχεται λάθος μηνύματα καί ὑποδείγματα ἀπό τήν πολιτική καί ἀπό τίς λοιπές ήγεσίες μέ ἀποτέλεσμα να λειτουργεί προβληματικά σέ πάρα πολλές ἐκφάνσεις.
Κανεῖς πλέον δέν θά πρέπει νά άμφιβάλη ὄτι ἡ Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στο έσχατο σημείο της εθνικής καταπτώσεως. Τά πράγματα στήν χῶρα έξελίσσονται με τα ίδια και χειρότερα λάθη τοῦ παρελθόντος, τόν ἴδιο ἐρασιτεχνισμό ἀπό ἄσχετους μαθητευόμενους μάγους τῆς πολιτικῆς, τά ἴδια οίκογενειακά ἐπώνυμα Δυναστειῶν, τήν ἴδια ἐξάρτησιν ἀπό ἐξωγενεῖς παράγοντες ὧστε σήμερα, ἡ πολιτική, οίκονομική καί ἡθική παρακμή παρουσιάζει ἔκδηλα τά φαινόμενα σήψεως. Η Ελλάς, χωρίς οικονομικό καί γεωπολιτικό ὑπόβαθρο, χωρίς βιομηχανία, βουτηγμέμη στά χρέη καί στήν ἀνάγκη ἐπιβιώσεως με συνεχή δανεισμό, δέν ἔχει τίποτε νά προσφέρη στούς συμμάχους καί, συνεπῶς, στερεῖται συμμάχων. Παραδέρνει μόνη σε ἀγῶνα ἐπιβιώσεως χωρίς ἐλπίδα, περιμένοντας καρτερικά ὧς κάποια λύσι, τόν βάρβαρο καί αὐτό ἀπεδείχθη μἐ τόν πιό περίτρανον τρόπο στίς διαπραγματεύσεις μέ τούς δανειστές.
Στίς τελευταίες ἐκλογές ξαναζήσαμε τα ίδια πού ζοῦμε γιά δῦο αιῶνες. Ό Σύριζα μᾶς βεβαίωνε ὄτι ἡ κυβερνησις του θά ἔπαιζε νταούλια καί οἱ Εὐρωπαίοι θά χόρευαν πεντοζάλη. Η Ελλάδα δέν ἔχει ἀναγκη ἀπό μεγαλοστομίες ἀλλά ἀπό τομές καί μεταρρυθμίσεις. Ὄχι ἀπό καφενειακές κουβέντες, ἀρνητές τῆς πραγματικότητας ἥ μαθητευόμενους μάγους, οἱ ὀποίοι προσπαθοῦν νά πείσουν τήν κοινωνία μας ὄτι ὑπάρχουν δικαιώματα χωρίς ὑποχρεώσεις, κατανάλωσις χωρίς παραγωγή και ευημερία δίχως μόχθο καί δημιουργικότητα. Μέ ἀνεξαρτητομαζώματα, μόνον συριζοσκορπίσματα μπορεῖς να ἔχης. Ο λαός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα ἀδιἀκοπο ἐμπόριο ἐλπίδας τῆς Κουμουνδούρου καί τοῦ Σαμαρά. Ὄπως ἀπέδειξαν οἱ ἐκλογές τῆς 25ης Ιανουαρίου ὁ λαός δέν ἐνήργησε μέ καμία ὑπευθυνότητα και σοβαρότητα, διότι δέν ἔχει μάθει ἀκόμα νά κρίνη ἀντικειμενικά καί ὀρθολογικά, νά ακούει τήν ἀλήθεια καί νά μήν πιστεύη κοῦφιες ὑποσχέσεις καί μεγάλα λόγια τοῦ ἀέρα. Αὐυτοί οἱ σπουδαίοι (λέμε τῶρα) οίκονομολόγοι τοῦ ΣΥΡΙΖΑ εἶχαν ἤδη ἔτοιμο σχέδιο γιά τήν κατάργησι φόρων, αὐξήσεις μισθῶν καί συντάξεων, καί τόσων ἄλλων, μιά καί θα ἔσκιζαν τα μνημόνια τό βράδυ τῶν ἐκλογών. Ο Τσίπρας μάλιστα, με ἐκχυλίζουσα ἀλαζονεία στοιχημάτιζε ὄτι δέν ὑπῆρχε οὗτε μιά στό ἐκατομμύριο πιθανότητα νά μήν δεχόταν ἡ Μέρκελ το σχέδιο του! Τῶρα, μεταξῦ ἄλλων, Ὀ Σύριζα θεωρεῖ μεγάλη ἐπιτυχία τήν παράτασι πού πῆρε γιά νά ἐτοιμάσουν σχέδιο! Ὄμως οἱ μαθητευόμενοι μάγοι τῆς συγκυβέρνησης δέν σκέπτονται ὄτι ἔτσι ὀδηγοῦν τήν χῶρα σέ μιά παρατεταμένη ἀβεβαιότητα μηνῶν; Ὄπου ὁ καθένας θά βγαίνη καί θά λέει τό μακρύ του καί τό κοντό του; Όπου τα κοράκια των αγορών θα στήνουν παιχνίδια για την έξοδο της χώρας από το ευρώ; Είναι δυνατόν, μέσα σ’ αυτό το κλίμα της αβεβαιότητας να πάρει μπρός η ελληνική οικονομία;Το πιθανότερο είναι να πάει πίσω.
Η Κυβέρνησις κραυγάζει ὄτι κατήγαγε λαμπρή νίκη καί ὁ λαός άγάλεται. Τί ἥταν ὅμως ἐκεῖνο πού κέρδισε; Κατ’ αρχάς η ελληνική πλευρά δεν έχει στα χέρια της οὗτε ἔνα σχέδιο να παρουσιάση. Το πρόγραμμα τῆς Θεσσαλονίκης ἔγινε κουρελόχαρτο καί πρέπει μέχρι τήν Δευτέρα νά καταθέση προτάσεις πού πρέπει να περάσουν ἀπό τήν τρόικα. Άλλες προτάσεις βεβαίως πού δέν ἔχουν σχέσι μέ τίς προεκλογικές ἐξαγγελίες. Κατά δεύτερον ἡ κυβέρνησις δεσμεύεται ὄτι θά τηρήση ὄλες τίς συμφωνίες τῶν προηγούμενων μνημονίων, ἀποδέχεται πλήρως δηλαδή τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Επίσης, δεσμεύεται νά συζητήση γιά Τρίτο Μνημόνιο μέ ὄους πού άκόμη δέν γνωρίζομε καί σίγουρα δέν θά εἶναι ἀνώδυνοι.
Εδῶ προκύπτει καί ἕνα ἄλλο ἐρώτημα.Τι θα γίνει ἐάν ἡ κυβέρνησις πάει γιά μία ακόμη φορά νά παίξη στά ζάρια τό μέλλον τῆς χῶρας καί στείλει ἕναν πίνακα, πού ἀπλά δέν εἶναι ἀποδεκτός; Ἔχει ὁ Τσίπρας καταλάβει πῶς ἡ κλεψύδρα τοῦ χρόνου καί τοῦ χρήματος ἔχει ἀδειάσει; Οἱ ἀξιωματούχοι τῶν Βρυξελλῶν ὑποστηρίζουν πῶς ἡ γενική καί αὐθαίρετη άναφορά στήν πάταξιν τῆς φοροδιαφυγῆς δέν ἐπνέει καμία ἐμπιστοσύνη καί δέν παρέχει καμία βεβαιότητα ὄτι θα ἔχει τά ἔσοδα πού προσδοκά νά ἔχη καθῶς πρόκειται περισσότερο γιά εὐχολόγιο παρά γιά δεδομένο. Οἱ «θεσμοί»(ἡ Τρόικα) ἔχοντας τήν ἀρνητική ἐμπειρία ἀπό τό παρελθόν ἑνός ἀνίκανου συστήματος δημόσιας διοικήσεως καί μιᾶς σχετικῆς ἀπροθυμίας τῶν ἐπικεφαλῆς τῶν ἀρχῶν νά πατάξουν τήν φοροδιαφυγή, εἶναι ὑπέρ τό δέον ἐπιφυλακτικοί ὧς πρός αὐτό τό μέτρο.Γιά νά τελεσφορήση κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια στήν Ἑλλαδα θά πρέπη νά ἀρχίση μἐ τήν καταστροφή τοῦ πελατειακοῦ κράτους.Ως γνωστόν, ἀπό την ίδρυση του μικροῦ ἑλλαδικοῦ κράτους δημιουργήθηκαν θεσμοί, πού ἥταν μεταφυτευμένοι από τήν Δύση καί ἄρα μή ἀρκούντως ἀποτελεσματικοί. Η πελατειακή φύσις του θά τό χαρακτηρίζη ἐσαεί. Επιπλέον, ἡ ξενική ἐξάρτησις ἤταν ἔντονη καί ἡ κοινωνική δομή δέν εἶχε ἐγχώρια συγκροτημένη, εὔρωστη ἀστική τάξη, γεγονός πού δυσχέραινε σοβαρά τόν ἐκσυγχρονισμό. Ἡ ἀδυναμία καί ὁ φόβος νά συγκρουστούν τά κόμματα μέ τό πελατειακό κράτος εἶναι ἡ αἰτία πού ἡ χῶρα βάζει συνεχῶς φρένο στήν ὑλοποίησιν τῶν ὄποιων μεταρρυθμίσεων, καί δέν θά θέλη νά κάνη ἡ κυβέρνησις, μέ πολλαπλά ἐπιβαρυντικά ἀποτελέσματα γιά τήν οίκονομία. Σε κάθε περίπτωσιν οἱ διαρκεῖς ἀναβολές ἀποφάσεων γιά παρεμβάσεις, που επείγουν, έχουν πολλαπλάσιο πλέον κόστος για την χώρα, την αγορά, και κυρίως τις τσέπες των πολιτών.. Τὀ κορύφωμα αὐτῆς τῆς ἀνερμάτιστης πολιτικῆς πού ἀκολούθησε ὁ Σύριζα στό πιό κρίσιμο ἐθνικό θέμα, καί τό πρῶτο πού ἐκλήθη νά χειριστῆ, εἶναι ὄτι ἔστειλε γιά διαπραγματευτή τόν αλλοπρόσαλλον ὑπουργό Οικονομικών ὁ ὀποῖος γιά τὀ «ουαο» του θά πρέπη νά προταθῆ γιά τό Βραβεῖο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ἥταν τόσες πολλές οἰ διαπραγματευτικές γκᾶφες τοῦ Βαρουφάκη πού θά πρέπη νά γράψη βιβλίο ἀνεκδότων. Από τό ἀλαζονικό καί σνομπ ὗφος του, τίς περισπούδαστες ἀναλύσεις του στίς συνεδριάσεις, τήν παντελή ἔλλειψιν ἑνός κειμένου μέ τόν στοιχειώδη σχεδιασμό τῆς κυβερνήσεως. Μέχρι το γεγονός ὄτι ἐκνεύρισε τόσο πολύ τούς δανειστές καί είδικά τούς Γερμανούς πού δέν θέλουν οὗτε νά τόν δοῦν.