Ο μύκητας Candida auris έγινε ευρύτερα γνωστός τις τελευταίες ημέρες μετά τις προειδοποιήσεις λοιμωξιολόγων στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων. Είναι μια αναδυόμενη απειλή και ένα -ευτυχώς μικρό προς το παρόν- μέρος ενός ευρύτερου και ιδιαίτερα μεγάλου προβλήματος: των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.
Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι όχι σε πολύ μακρινό χρόνο, το 2050, τα πολυανθεκτικά μικρόβια θα είναι νούμερο ένα αιτία θανάτου παγκοσμίως. Στοιχεία των ΗΠΑ δείχνουν μια αύξηση κατά 50% των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων εν μέσω πανδημίας. Το ποσοστό αυτό φαίνεται, κατά τους Ελληνες ειδικούς, πολύ αντιπροσωπευτικό και για τη χώρα μας, παρότι δεν έχει μετρηθεί. Τώρα είναι που «τρέχει» μια συντονισμένη προσπάθεια σε δέκα ελληνικά νοσηλευτικά ιδρύματα.
Ο ΕΟΔΥ, από τον προηγούμενο Δεκέμβριο και λίγο μετά την ανάληψη καθηκόντων του προέδρου, Θεοκλή Ζαούτη, ο οποίος έχει ασχοληθεί εντατικά με το θέμα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, έχει δημιουργήσει μια βάση δεδομένων για να καταγράψει τον αντίκτυπο των λοιμώξεων μέσα στα νοσοκομεία. Η αρχή γίνεται με δέκα νοσοκομεία πιλοτικά, πέντε στην Αθήνα (τα δύο Παίδων, τον «Αγιο Σάββα», τον «Ευαγγελισμό» και το «Αττικόν») και πέντε στην περιφέρεια (το ΠΑΓΝΗ, το Πανεπιστημιακό του Ρίου, το «Παπαγεωργίου» στη Θεσσαλονίκη και το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης).
Μέσα από αυτήν τη βάση οι επιστήμονες θα έχουν σημαντικά δεδομένα για τη διασπορά των λοιμώξεων, ποια είναι τα μικρόβια εκείνα που… αντισκέκονται και επιμένουν μέσα στις Εντατικές, αλλά και πόσοι ασθενείς που πεθαίνουν είχαν ενδονοσοκομειακή λοίμωξη. Εγκυρα δεδομένα αναμένεται να έχει στη διάθεσή του ο ΕΟΔΥ τους επόμενους μήνες προς το φθινόπωρο, ενώ με τον νέο τρόπο καταγραφής θα μπει τέλος σε μια σειρά προβλημάτων και κενών έως σήμερα στη μέτρηση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Candida auris δεν περιλαμβάνεται στα παθογόνα που καταγράφονται και για τα οποία εκδίδει αναφορές το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων (ECDC). Σύμφωνα με τους ειδικούς, όμως, το ποσοστό του «διάσημου» πλέον μύκητα είναι μικρό συγκριτικά με αυτό των πολυανθεκτικών μικροβίων όσον αφορά στην επίπτωσή τους στις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση ότι το 2050 η πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως θα είναι τα πολυανθεκτικά μικρόβια. Μάλιστα, η μικροβιακή αντοχή συσχετίζεται παγκοσμίως με περίπου 700.000 θανάτους τον χρόνο, αριθμός που, σύμφωνα με ειδικούς, θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια ετησίως έως το 2050, εάν δεν υπάρξει συντονισμένη και συλλογική δράση.
Ο ρόλος της πανδημίας
Από τα παραπάνω, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν υπάρχουν δεδομένα για την απόδοση θανάτων ασθενών που είχαν κορονοϊό σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις τα τελευταία δύο χρόνια. Οπως αναφέρει ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, Θεοκλής Ζαούτης, στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, «σίγουρα οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις είχαν ρόλο στη θνησιμότητα εν μέσω Covid», κάτι που, βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθεί. Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, ακόμη και όταν με τη νέα καταγραφή για τις λοιμώξεις οι υγειονομικές και επιστημονικές Αρχές γνωρίζουν πόσοι ασθενείς που απεβίωσαν σε ΜΕΘ είχαν ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, δεν μπορεί να είναι κανείς απολύτως σίγουρος εάν η πραγματική αιτία θανάτου είναι το μικρόβιο που κόλλησε κάποιος μέσα στη ΜΕΘ ή το πρόβλημα υγείας που τον οδήγησε στη ΜΕΘ.
Είναι γνωστό ότι η υπερκατανάλωση αντιβιοτικών έχει φέρει τη χώρα μας σε μια πολύ δεινή θέση όσον αφορά στη μικροβιακή αντοχή. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, το 2019 η χώρα μας κατέγραφε κατανάλωση αντιβιοτικών 32,4 DDD (defined daily doses)/1.000 κατοίκους έναντι 18,0 που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Επίσης, οι λοιμώξεις που οφείλονται σε ανθεκτικά μικρόβια εκτιμάται ότι στοιχίζουν τη ζωή σε περισσότερους από 1.600 ασθενείς ετησίως στην Ελλάδα.
Οι λοιμώξεις μέσα στο νοσοκομείο και ειδικά μέσα στις ΜΕΘ σχετίζονται με συσκευές που παρεμβαίνουν επεμβατικά στον ασθενή, όπως είναι καθετήρες και αναπνευστήρες, εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ. «Αυτές οι συσκευές σπάνε τους φυσικούς φραγμούς με τον έξω κόσμο, δηλαδή ένας ασθενής δεν έχει την άμυνα που θα είχε φυσιολογικά. Με αυτόν τον τρόπο τα μικρόβια εισάγονται στον οργανισμό», επισημαίνει ο ίδιος. Την περίοδο της πανδημίας, αυξήθηκε ο αριθμός των ατόμων στις ΜΕΘ, οι ασθενείς έμειναν πολύ μεγάλα διαστήματα μέσα στις ΜΕΘ, επομένως το ποσοστό 50%, που εκτιμά το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) ότι αυξήθηκαν οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις τα τελευταία δύο χρόνια, δεν προκαλεί εντύπωση, σύμφωνα με τον κ. Ζαούτη.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
- Η εκπαίδευση των νοσηλευτών λοιμώξεων. Στο πλαίσιο της συντονισμένης προσπάθειας για την καταγραφή και την αντιμετώπιση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων που γίνεται στη χώρα μας, από 200 νοσηλεύτριες και νοσηλευτές λοιμώξεων, το 70% και πλέον έχει ολοκληρώσει ειδική εκπαίδευση και έχει λάβει πιστοποίηση.
- Εντατική επιτήρηση των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.
- Καλή υγιεινή των χεριών. «Ακούγεται απλό, αλλά είναι από τις βασικότερες πρακτικές να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα», σχολιάζει ο κ. Ζαούτης.
- Βελτίωση των πρακτικών χρήσης κατά την είσοδο και την αφαίρεση, καθώς και φροντίδας συσκευών, όπως φλεβοκαθετήρες, αναπνευστήρες.
- Τήρηση όλων των βασικών προφυλάξεων απολύμανσης και υγιεινής, ώστε να μην υπάρχει διασπορά στα νοσοκομεία.
Γιατί είναι επικίνδυνος ο μύκητας Candida auris
Ο ζυμομύκητας Candida auris αναγνωρίζεται πλέον ως μία αναδυόμενη παγκόσμια απειλή για τη δημόσια Υγεία για τέσσερις κύριους λόγους:
- Εμφανίζει αντοχή σε σημαντικά αντιμυκητιασικά φάρμακα, όπως οι αζόλες, και συχνά αντοχή και σε άλλες κατηγορίες αντιμυκητιασικών φαρμάκων, όπως οι εχινοκανδίνες και η αμφοτερικίνη Β, που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία διεισδυτικών/συστηματικών λοιμώξεων από στελέχη Candida.
- Η ταυτοποίηση του ζυμομύκητα εμφανίζει σημαντικές δυσκολίες, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι συνήθεις εργαστηριακές μεθοδολογίες ταυτοποίησης. Η εσφαλμένη ταυτοποίησή του μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλη διαχείριση και θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών.
- Προκαλεί επιδημίες σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης. Για τον λόγο αυτόν, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί έγκαιρα η C. auris σε νοσηλευόμενους ασθενείς, ώστε να ληφθούν άμεσα οι ειδικές προφυλάξεις για την πρόληψη της διασποράς του.
- Το CDC (Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ) θεωρεί την C. auris ως ένα αναδυόμενο παθογόνο παράγοντα, επειδή έχει καταγραφεί αυξανόμενος αριθμός λοιμώξεων σε πολλές χώρες από τότε που αναγνωρίστηκε.
Ο μύκητας για πρώτη φορά απομονώθηκε το 2009 στην Ιαπωνία από το αυτί ασθενούς, από όπου και το όνομά του είδους (auris = αυτί στα λατινικά). Η δυνατότητα πρόκλησης διεισδυτικής λοίμωξης αναγνωρίστηκε το 2011 όταν απομονώθηκε από το αίμα τριών ασθενών με σηψαιμία στη Ν. Κορέα. Από τότε, στελέχη C. auris απομονώθηκαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου σε Ευρώπη, Αμερική, Ασία, Αφρική και Αυστραλία, τόσο ως σποραδικά περιστατικά ή από νοσοκομειακές επιδημίες και, κυρίως, ως αποικισμός του γαστρεντερικού συστήματος ασθενών νοσηλευομένων σε ΜΕΘ.
Η C. auris προκαλεί συστηματικές λοιμώξεις, όπως βακτηριαιμίες, λοιμώξεις μαλακών μορίων και χειρουργικού πεδίου. Εχει, επίσης, απομονωθεί από δείγματα αναπνευστικού και ούρων, αλλά δεν είναι σαφές εάν προκαλεί λοιμώξεις αναπνευστικού ή ουροποιητικού συστήματος. Οπως και άλλες λοιμώξεις από Candida, οι λοιμώξεις από C. auris διαγιγνώσκονται συνήθως με καλλιέργεια αίματος ή άλλων βιολογικών υγρών. Λοιμώξεις έχουν διαγνωστεί σε ασθενείς όλων των ηλικιών, από πρόωρα βρέφη έως ηλικιωμένους. Ωστόσο, η C. auris είναι πιο δύσκολο να απομονωθεί από τις καλλιέργειες συγκριτικά με άλλους, συνηθέστερους τύπους Candida. Ο μέσος χρόνος διάγνωσης της λοίμωξης από C. auris είναι 19 ημέρες από την εισαγωγή, ενώ, όπως και άλλες ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, σχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα.