Γράφει ο Γιάννης Νάκος
Λίγες ώρες έχουν μείνει προτού ξεκινήσει ένα ακόμη Εurogroup, το αποτέλεσμα του οποίου σίγουρα θα αποτελέσει οιωνό νέων εξελίξεων, το πιθανότερο δυσάρεστων, για την χώρα μας.
Αρχικά, όπως όλοι γνωρίζουμε σε τέτοιες πολύωρες και κουραστικές συναντήσεις υψηλού επιπέδου, σημασία δεν έχει μόνο η στρατηγική που θα ακολουθηθεί από την κάθε πλευρά, αλλά και οι εκάστοτε συμμαχίες που θα επιλέξουν τα εμπλεκόμενα μέρη.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση τις τελευταίες εβδομάδες έχει επιδοθεί σε έναν μαραθώνιο συναντήσεων, προκειμένου να προσπαθήσει να διασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υποστήριξη από παραδοσιακούς της συμμάχους κατά την διάρκεια της διαπραγμάτευσης. Αυτό σημαίνει πως στις επαφές του πρωθυπουργού Αλεξη Τσίπρα τις προηγούμενες ημέρες είχαμε τόσο την παρουσίαση των θέσεων της ελληνικής διαπραγματευτικής αποστολής όσο και τα μελλοντικά ανταλλάγματα που ζητήθηκαν από τα κράτη ή τους φορείς που συνομίλησαν με τον πρωθυπουργό.
Η στάση της ελληνικής πλευράς αναμένεται να μην αλλάξει σημαντικά, εκτός απροόπτου τις επόμενες ώρες, εκτός και αν οι διπλωματικές κινήσεις στο παρασκήνιο επιτάσσουν νέες αλλαγές. Θα προσθέσω στο καυτό τραπέζι της διαπραγμάτευσης, με την ήδη υπάρχουσα ατζέντα, αυτή δηλαδή της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης με το ΔΝΤ όσον αφορά την ανάγκη αλλά και τον τρόπο υιοθέτησης των επιπρόσθετων μέτρων που ζητάει το ταμείο, την πρόθεση του για μια νέα συμμετοχή στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας. Σε αυτό το παιχνίδι απόψεων και σκληρών δηλώσεων πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η έννοια του «ελληνικού χρέους». Και αυτό διότι κόκκινη γραμμή του ταμείου όσον αφορά τις προθέσεις του για μια μελλοντική συμμετοχή του στο πρόγραμμα αποτελεί η δέσμευση όλων των δανειστών για μια ουσιαστική και εποικοδομητική αναπροσαρμογή του χρέους.
Υπό αυτό το πρίσμα, έπειτα και από την επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ που διέρρευσε το Reuters, αναμένουμε να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα του χρέους, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους αυτό μπορεί να αποτελέσει βιώσιμο για την οικονομία της Ελλάδας.
Ο πρωθυπουργός Αλεξης Τσίπρας αναμένεται να πάρει πάνω του την διαπραγμάτευση, πάντοτε όμως σε ανοιχτή γραμμή με τον Υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο. Λογικά, η ελληνική διαπραγματευτική αποστολή θα επικεντρωθεί στα εξής σημεία:
Να εξηγήσει τη μη δυνατότητα αποδοχής των προληπτικών μέτρων εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης,
Στην μη δυνατή υιοθέτηση με την απαραίτητη συνταγματική κατοχύρωση των «μέτρων κάβα» που ζητούν οι δανειστές,
Την ανάγκη για μια χάραξη μιας πιο σωστής και ταχύρρυθμης πορείας προς την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Επιπροσθέτως, και σε άμεση συνάρτηση με τα προαναφερόμενα αναμένεται να αποτελέσουν και οι συμμαχίες που θα διαμορφωθούν κατά την διάρκεια της πολύωρης διαπραγμάτευσης. Έτσι, σχετικά μικρή αλλά ουσιώδη στήριξη αναμένεται να δώσουν η Πορτογαλία, και η Γαλλία, ενώ -στον αντίποδα- οι παραδοσιακοί «εχθροί» θα είναι η Γερμανία και ο σκληρός Σόιμπλε, καθώς και οι βόρειες χώρες με «μπροστάρηδες» την Φινλανδία και την Σλοβακία κτλ.
Σε αυτό το σημείο, νομίζω πως είναι χρήσιμο να τονίσουμε πως σε αυτά τα στρατόπεδα έχουμε και μία «μάχη τιτάνων», αυτή της Γαλλίας με τη Γερμανία, μάχη η οποία για πολλούς θα κρίνει πολλά για το μέλλον και τη έκβαση της πορείας των συζητήσεων.
Ουσιαστικά, Γερμανία και Γαλλία είναι βαθιά διχασμένες όσον αφορά τη «βοήθεια» προς την Ελλάδα και ειδικότερα το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους.
Συγκεκριμένα, η Γαλλική πλευρά υποστηρίζει τις ελαφρύνσεις για την Ελλάδα, προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να επιτύχει την ψήφιση των μέτρων που απαιτούν οι δανειστές, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τις απορρίπτει κατηγορηματικά.
Παράλληλα, και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ θεωρεί τις απαιτήσεις για προληπτικά μέτρα ως πολιτικά ευαίσθητο και κρίσιμο θέμα.
Παράλληλα, σύμφωνα και με την προσωπική μου άποψη αλλά και τα όσα διαρρέονται τις τελευταίες ημέρες, εκτός απροόπτου, είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί μία συμφωνία διότι είναι μεγάλη η απόσταση που χωρίζει τα εμπλεκόμενα μέρη, πράγμα που ουσιαστικά μεταθέτει το κλείσιμο της αξιολόγησης για το επόμενο Eurogroup.
Εν κατακλείδι, το ΔΝΤ αναμένεται να αποτελέσει για μία ακόμη φορά το «μήλον της έριδος» με πολλούς να υποστηρίζουν ότι αυτήν την φορά η ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαστεί να απαντήσει σε ρεαλιστική βάση και με επιχειρήματα στις αναφορές του ταμείου ότι τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που περικλείουν την πρόταση της ελληνικά κυβέρνησης, δεν αποτελούν προϊόν δίκης του παρέμβασης, αλλά προσπάθεια αυτής να μην προβεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σε δημόσιο τομέα, ασφαλιστικό και φορολογικό.