Την ώρα που οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Ευρώπη καταγράφουν κάμψη, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού εξακολουθεί να ενισχύεται. Ποσοστό 51% των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έκτη έκδοση της ετήσιας μεγάλης έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2024, σχεδιάζουν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, ενώ 69% εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια.
Η φετινή έκδοση της έρευνας της EY Ελλάδος διενεργήθηκε από την FT Longitude, με τη συμμετοχή 250 στελεχών από ξένες επιχειρήσεις, στο διάστημα από 8 Μαρτίου έως 4 Απριλίου 2024. Τα ευρήματα της έρευνας παρουσίασε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Γιώργος Παπαδημητρίου, στην εναρκτήρια συνεδρία του 7th Invest GR Forum 2024: Charting the Future, χθες.
Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor (ΕΙΜ), μια εκτεταμένη βάση δεδομένων που παρακολουθεί τις επενδύσεις σε greenfield projects, το 2023 πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας 50 ΑΞΕ, έναντι 47 το 2022, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη 19η θέση μεταξύ των 45 χωρών της έρευνας. Αθροιστικά, οι επενδύσεις των τελευταίων δύο και τριών ετών αντιπροσωπεύουν, αντίστοιχα, το 25% και το 33% των επενδύσεων που έχει καταγράψει η έρευνα από την έναρξή της το 2000.
Η φετινή έρευνα επιβεβαιώνει, επίσης, την τάση βελτίωσης της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με την έμφαση να μετατοπίζεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας και τομείς κρίσιμους για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, όπως το λογισμικό και οι υπηρεσίες πληροφορικής (24%), οι επαγγελματικές υπηρεσίες και υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (16%), και οι μεταφορές και τα logistics (16%).
Ένας στους δύο ερωτηθέντες (51%) δήλωσε ότι η επιχείρησή του σχεδιάζει να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση της χώρας στον κρίσιμο αυτόν δείκτη, ο οποίος την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας για την Ελλάδα, το 2019, βρισκόταν στο 30%. Μεταξύ των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων (έσοδα περισσότερα από Euro1,5 δισ.), το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο (65%), ενώ μεταξύ των ήδη εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων φτάνει το 70%.
Τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων αυτών καλύπτουν, κυρίως, τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (66%), τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ (55%), και την έρευνα και ανάπτυξη (51%). Ως βασικός λόγος για τη δημιουργία νέων ή την επέκταση υφιστάμενων δραστηριοτήτων από τις επιχειρήσεις αυτές, αναδεικνύεται η πρόσβαση σε δεξιότητες (41%).
Ως βασικούς κινδύνους για την ελκυστικότητα της χώρας τα επόμενα τρία χρόνια οι συμμετέχοντες ανέφεραν τα υψηλά επιτόκια και τις περιοριστικές χρηματοοικονομικές συνθήκες (44%), το ύψος του δημόσιου χρέους και τις επιπτώσεις του στη φορολογία (34%) και τον υψηλό πληθωρισμό (32%).
Το 62% των ερωτώμενων (από 60% πέρσι και 47% το 2019), δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο έχει βελτιωθεί η άποψή τους για την Ελλάδα, ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.
Ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό (69%, από 67% πέρσι) εκτιμά ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία. Την αισιοδοξία αυτή αποδίδουν, κυρίως, στην ποιότητα των υποδομών (42%), τη στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας (35%) και την ύπαρξη μίας ισχυρής ατζέντας για τη βιώσιμη ανάπτυξη (34%). Αντίθετα, το 13% των ερωτώμενων που αναμένουν επιδείνωση της ελκυστικότητας της χώρας, το αποδίδουν στην αβεβαιότητα για το πολιτικό και ρυθμιστικό περιβάλλον (48%), την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού με δεξιότητες (45%), και τη συρρίκνωση της αγοράς (39%). Συνολικά, 79% των συμμετεχόντων, έναντι 76% το 2023, χαρακτήρισαν ως αποτελεσματική την πολιτική ελκυστικότητας της χώρας για την προσέλκυση διεθνών επενδυτών. Το 2019, πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας, το ποσοστό αυτό ήταν 50%, εύρημα που υποδηλώνει ότι οι επιχειρήσεις συνδέουν τη βελτίωση της εικόνας της χώρας ως δυνητικού επενδυτικού προορισμού, με την άσκηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής.
Ως προς τις επιμέρους πτυχές της πολιτικής της χώρας για την ενίσχυση της ελκυστικότητάς της, οι καλύτερες επιδόσεις καταγράφονται στην προσέλκυση επιχειρήσεων (72%), την προσέλκυση καινοτόμων δραστηριοτήτων (71%) και την προσέλκυση ανθρώπινου ταλέντου (68%). Χαμηλότερα κατατάσσονται η προσέλκυση κεφαλαίου (63%) και η προσέλκυση κεντρικών γραφείων επιχειρήσεων (58%), και η δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (52%). Σημειώνεται ότι, τρεις από τους δείκτες αυτούς έχουν υποχωρήσει ελαφρώς σε σχέση με πέρσι, ωστόσο όλοι είναι σημαντικά βελτιωμένοι σε σύγκριση με την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας, το 2019, όταν κανείς δεν ξεπερνούσε το 50%.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν, επίσης, την Ελλάδα, με βάση μία σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τους κρισιμότερους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ηλεκτρική ενέργεια, την τεχνολογία, το ανθρώπινο δυναμικό και τη φορολογία.
Για τις τέσσερις από τις πέντε αυτές θεματικές ενότητες, η γενική εικόνα που προκύπτει για τη χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητική, με περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους να αξιολογούν ως «καλές» ή «πολύ καλές» τις επιδόσεις σε όλες τις επιμέρους πτυχές κάθε ενότητας, και τον μέσο όρο των θετικών απαντήσεων να διαμορφώνεται μεταξύ 61% και 63%. Εξαίρεση αποτελεί η ενότητα της φορολογίας, όπου ο μέσος όρος των θετικών απαντήσεων διαμορφώνεται στο 53%.
Σε ένα αντίξοο περιβάλλον για την Ευρώπη, η Ελλάδα κατόρθωσε να βελτιώσει τις επιδόσεις της, τόσο ως προς τον αριθμό των επενδύσεων που προσέλκυσε, όσο και ως προς την εικόνα της στην επενδυτική κοινότητα. Συγχρόνως, όμως, η έρευνα αναδεικνύει και σημεία υστέρησης έναντι των ανταγωνιστριών χωρών, πολλές από τις οποίες κινούνται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, την ώρα που, στη μάχη για την προσέλκυση επενδύσεων, η Ελλάδα ξεκινά από ένα χαμηλότερο σημείο εκκίνησης.
Για παράδειγμα, η πρόθεση για επενδύσεις στην Ελλάδα, παρότι διαμορφώθηκε φέτος στο υψηλότερο επίπεδο από το 2019, εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες διεξήχθη η έρευνα. Αντίστοιχα, ενώ πέρσι το ποσοστό των ερωτώμενων που ανέμεναν βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας την επόμενη τριετία, ήταν το υψηλότερο μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών, φέτος υστερεί σε σχέση με τη Γαλλία, την Πορτογαλία, αλλά και το σύνολο της Ευρώπης.
Για να διατηρήσει η Ελλάδα την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, οι ερωτώμενοι εξακολουθούν να προκρίνουν τρεις βασικές προτεραιότητες: τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε ανθρώπινο κεφάλαιο (28%), τη μείωση της φορολογίας (27%) και την υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, όπως οι καθαρές τεχνολογίες, κ.ά. (24%). Οι τρεις αυτές παράμετροι βρίσκονται σταθερά στην κορυφή της κατάταξης των προτεραιοτήτων τα τελευταία τέσσερα χρόνια.