Γράφει η Έλενα Χουσνή / elenax83@yahoo.gr
Σήμερα ήταν μια ωραία μέρα στη δουλειά. Ακόμη και αυτή την δουλειά στον αφυδατωμένο και συρρικνωμένο δημόσιο τομέα. Όπου κάποιοι άνθρωποι, βουτηγμένοι στην αλαλάζουσα «χαρτούρα», με τα μάτια πρησμένα από τους αριθμούς που συνεχώς αλλάζουν, κατά προσταγή των διοικητικών μεταλλασσόμενων αλγόριθμων, προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Όπου καθημερινά διασκεδάζουν τους φόβους τους με το, κληροδοτημένο από το εθνικό DNA, αυτοσαρκαστικό χιούμορ και κρατιούνται χέρι – χέρι για να αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές αγωνίες της καθημερινότητας. Σε μια δουλειά όπου, για όσο την έχουν, παλεύουν να αντιμετωπίσουν με αισιοδοξία το μέλλον πριν τους… καταπιεί το μαύρο σκοτάδι του.
Και παρ’ όλα αυτά….
Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα, ξυπνάνε κάθε πρωί, πηγαίνουν στις δουλειές τους, αντιμετωπίζουν την κάθε μέρα ως μοναδική. Μαλώνουν, θυμώνουν, οργίζονται, ξεχνάνε, κοιμούνται, ξυπνάνε.. κι όλο πάλι απ’ την αρχή. Κι εκεί, ανάμεσα σε όλα αυτά, βρίσκουν το κουράγιο να χαμογελούν, να δίνουν κουράγιο ο ένας στον άλλον, ή σε τρίτους που είναι σε χειρότερη μοίρα, να ερωτεύονται, δειλά ή με πάθος, να «ταξιδεύουν» με ένα ωραίο βιβλίο, μια καλή παρέα, μια βόλτα ποτισμένη από ανοιξιάτικες μυρωδιές. Παρ` όλα αυτά…
Κι όσο, ΌΛΑ ΑΥΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ, κάποιοι δουλεύουν «πυρετωδώς» για να μετατρέψουν ΑΥΤΟΝ τον εργαζόμενο, αυτό τον ΠΟΛΙΤΗ σε ενοικιαζόμενο προϊόν. Σε «πακέτο» που θα προσλαμβάνεται με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Θα εγκιβωτίζεται στο «προφίλ» του πρόθυμου, του υποτακτικού, του ραγιά. Αυτού που θα πρέπει να αποδέχεται όλους τους όρους, όποιοι και αν είναι αυτοί, της απόλυτης υποταγής. Στο χειρότερο σύστημα εργασιακής απασχόλησης. Σε αυτό που δεν επιτρέπει, δεν αντέχει, δεν αφήνει περιθώριο για προσωπική πινελιά, για δημιουργικότητα, για εγκεφαλική ανάσα, για… χαμόγελα. Ναι, για χαμόγελα. Αυτά τα χαμόγελα που η συναδελφικότητα παράγει για να «σφραγίσει» τις προσωπικές σχέσεις, να εξορκίσει την «ρομποτοποίηση», να διώξει την «μούχλα» της διαδικασίας για να αφήσει χώρο για την ζωντάνια της δημιουργίας.
Ενοικιαζόμενοι λοιπόν. Και ενοικιαστές. Ποιοι; Πώς; Γιατί; Σε τι αποτελέσματα μπορεί να προσδοκά κάποιος που «νοικιάζει» ανθρώπους για να κάνουν την δουλειά του; Τι είδους «μαφία» εξαγοράζει υπαλλήλους, μιας χρήσεως, για να τους χρησιμοποιήσει πολλαπλώς; Και πώς… πώς… πώς… θα μπορέσει να απαιτήσει από αυτούς τους ανθρώπους να εργαστούν; Σε πιο κλουβί θα εγκλωβίσει την ελευθερία του μυαλού, σε ποιο κιβώτιο θα εγκιβωτίσει την στρογγυλάδα της φρεσκάδας, σε ποια δεσμά θα παράγει δεσμώτες του εργασιακού ιλίγγου;
Όχι, λέω, δεν μπορεί να γίνει αυτό. Δεν μπορεί να γίνει εδώ. Ίσως αλλού να γίνεται. Όχι εδώ. Ακόμη και τώρα. Όχι σε αυτή τη χώρα, την αναξιοπαθούσα, που εξακολουθεί να διασκεδάζει τον πόνο της. Αλλά ποτέ με μοναξιά. Χέρι – χέρι, χαμόγελο –χαμόγελο με τον άλλο. Τον φίλο, τον συγγενή, τον εραστή. Ακόμη και τον άγνωστο. Εκείνες τις στιγμές που τα βλέμματα συναντιούνται και δύο άγνωστοι κουνούν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους, συναινώντας στην ίδια κατάφαση ή στην ίδια άρνηση. Με ένα μόνο κούνημα του κεφαλιού.. Αυτούς θα νοικιάσετε; Να τους κάνετε τι;
Κι όλα αυτά γιατί σήμερα ήταν μια ωραία μέρα στη δουλειά. Μια μέρα με πολλή δουλειά.. όπως πάντα. Αλλά με ανθρώπους γύρω που δεν νοικιάζονται. Και δεν είναι διατεθειμένοι να νοικιάσουν ούτε τα όνειρά τους, ούτε την ελπίδα τους. Κυρίως όμως την απελπισία τους.. Γιατί όλα αυτά είναι ιδιόκτητα. Δεν νοικιάζονται. Τέλος……
Να φύγετε λοιπόν. Να πάτε να νοικιάσετε ανθρώπους ΑΛΛΟΥ!!!