Η επιδίωξη μιας στενά εμπορικής ατζέντας υπονομεύει μεγαλύτερους στρατηγικούς στόχους. Τα επιμέρους συμφέροντα κρατών-μελών και οι ισορροπίες που διαμόρφωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Οι σχέσεις με Κίνα και Λατινική Αμερική.
Παρ’ όλα τα ειρωνικά σχόλια πως πρόκειται για ένα μπλοκ προστατευτισμού, η ΕΕ από καιρό υπήρξε μια σημαντική δύναμη βαθύτερου διεθνούς εμπορίου. Η διασυνοριακή ενοποίηση των οικονομιών των μελών της είναι η βαθύτερη στην ιστορία. Διεθνώς, είναι η πιο ανοικτή οικονομική περιοχή. Το εμπόριο, μαζί με τον ανταγωνισμό, είναι ο πιο επιτυχημένος τομέας πολιτικής του μπλοκ.
Αυτό το πέτυχε δίνοντας διαπραγματευτική δύναμη σε ένα εκτελεστικό όργανο -την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- με όσο το ρεαλιστικά δυνατόν πιο ανεμπόδιστη από τα εθνικά επενδεδυμένα συμφέροντα λειτουργία, και επίσης απομονώνοντας την εμπορική πολιτική από τους μη εμπορικούς παράγοντες. Αλλά αυτή η ίδια η επιτυχία σημαίνει πως η ΕΕ αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερη πρόκληση σε έναν κόσμο όπου αυτή η απομόνωση δεν είναι πλέον δυνατή.
Δεν περνάει μέρα χωρίς να καταδεικνύεται πώς οι εμπορικές σχέσεις εμπλέκονται με τις συγκρούσεις για τις αξίες και τη γεωπολιτική. Η ΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι μια στενά εμπορική ατζέντα μπορεί να υπονομεύσει τις προτεραιότητές της, και ανακάλυψε επίσης με καθυστέρηση τη δύναμη που συνεπάγεται μια μεγάλη και ανοικτή αγορά.
Οι ισχυρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η ενσωμάτωση κλιματικών και εργασιακών ρητρών στις εμπορικές συμφωνίες δείχνουν ότι η Ευρώπη μπορεί, όταν το θέλει, να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη για να διαμορφώσει τον κόσμο γύρω της. Αλλά αυτό που λείπει ακόμη είναι μια συνεπής προθυμία και μια ενιαία στρατηγική για το πώς θα το κάνει αυτό.
Πάρτε για παράδειγμα τις τριβές αναφορικά με τον νόμο των ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού. Αυτή η νομοθεσία περιλαμβάνει μια επιδότηση για τους αγοραστές ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά μόνο εκείνων που κατασκευάζονται στη Βόρεια Αμερική. Η ΕΕ διαμαρτυρήθηκε, γεγονός που οδήγησε στο σπάνιο βήμα οι δύο δικαιοδοσίες να συστήσουν ομάδα εργασίας για να ελέγξει ένα κομμάτι της εγχώριας νομοθεσίας σε μία από αυτές.
Η ΕΕ κινδυνεύει να διαμαρτυρηθεί υπερβολικά πολύ. Αν και η αμερικανική επιδότηση συνιστά διάκριση ως προς τη μορφή της, μπορεί να μην διαφέρει τόσο πολύ ως προς το οικονομικό της αποτέλεσμα από τις επιδοτήσεις της ΕΕ προς τους παραγωγούς μπαταριών.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της Ευρώπης έγκειται στο να ενισχύσει και να «κλειδώσει» την καθυστερημένη δέσμευση των ΗΠΑ στις τεχνολογίες απεξάρτησης από τον άνθρακα, την οποία αντιπροσωπεύει ο IRA. Προετοιμάζοντας το έδαφος για τη δική της εισαγωγή συνοριακών δασμών άνθρακα, η ΕΕ θα πρέπει να πείσει τις ΗΠΑ να ακολουθήσουν την ίδια αρχή της σύνδεσης της πρόσβασης στην αγορά με τις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή. Θα μπορούσε να ενθαρρύνει την Ουάσινγκτον να προχωρήσει και να πάει πέρα από το ενδιαφέρον της για «ισχνές» προσαρμογές άνθρακα για τον χάλυβα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς μετέβη στην Κίνα την περασμένη εβδομάδα με επιχειρηματική αντιπροσωπεία. Το ερώτημα που εγείρει το ταξίδι αυτό αλλού στην Ευρώπη είναι αν η Γερμανία έχει μάθει να διακρίνει τα δικά της στενά εμπορικά συμφέροντα από τα ευρύτερα στρατηγικά συμφέροντα της Ευρώπης.
Η επίθεση του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία σημαίνει ότι το λάθος της εξάρτησης της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι πλέον κραυγαλέο. Η εξάρτησή της από την Κίνα δεν είναι λιγότερο πραγματική, αλλά λιγότερο κατανοητή. Πριν από μια δεκαετία, μόνο η κινεζική ζήτηση για τα γερμανικά προϊόντα καθιστούσε δυνατό να συμβιβαστούν τα τρία γερμανικά επιθυμητά της συρρίκνωσης των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών της περιφέρειας της ευρωζώνης, της διατήρησης του πλεονάσματος της Γερμανίας και της ανάκαμψης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση μέσω της ανάπτυξης με γνώμονα τις εξαγωγές. Θα μπορούσαμε να πούμε δίκαια ότι η Κίνα έσωσε το Βερολίνο από τις αντιφάσεις της δικής του ευρωπαϊκής πολιτικής.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο Σολτς δεν υποστηρίζει την «αποσύνδεση» από την Κίνα. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει τις στρατηγικές επιταγές, υποσχόμενος να «διαλύσει τις μονόπλευρες εξαρτήσεις». Αυτό είναι ένα βήμα προς τα εμπρός και θα βοηθούσε τον Γερμανό καγκελάριο να πλησιάσει τους ψηφοφόρους του, οι μισοί από τους οποίους πιστεύουν ήδη ότι η χώρα θα πρέπει να μειώσει την οικονομική συνεργασία με την Κίνα, ενώ τα δύο τρίτα απορρίπτουν τα οικονομικά συμφέροντα που υπερισχύουν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, επίσης, είναι πιο πρόθυμοι να σκεφτούν στρατηγικά. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν φέρεται να επιθυμεί μια μεταγενέστερη κοινή επίσκεψη των δύο ηγετών στο Πεκίνο. Αλλά και το Παρίσι υπολείπεται συχνά στην προώθηση μιας εμπορικής πολιτικής που προωθεί το ενιαίο στρατηγικό συμφέρον της ΕΕ και όχι τις δικές του εθνικές ανησυχίες.
Η εμπορική συμφωνία με το νοτιοαμερικανικό μπλοκ Mercosur έχει μαραζώσει σε μεγάλο βαθμό λόγω των γαλλικών επιφυλάξεων. Η εκλογή του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα ως προέδρου της Βραζιλίας δημιουργεί την ευκαιρία να ολοκληρωθεί η συμφωνία με ισχυρές και εφαρμόσιμες δεσμεύσεις για την κλιματική αλλαγή. Αν ο Μακρόν θέλει σοβαρά να γίνει η ΕΕ παίκτης στην παγκόσμια σκηνή, αυτή είναι η ευκαιρία να δημιουργήσει την πολιτική δέσμευση που λείπει από όλες τις πλευρές.
Η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να εμπορεύεται απομονωμένη από τις στρατηγικές επιταγές. Ούτε το τέλος της στρατηγικής αφέλειας θα πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για την αποχώρηση. Η Ευρώπη πρέπει να υπερβεί αυτή την παλιά διχοτόμηση και να αγκαλιάσει την μάλλον μη ευρωπαϊκή προσέγγιση της χρήσης της εμπορικής πολιτικής για την επιδίωξη πολιτικών στόχων.