Για να αποτρέψει την Ρωσία, η Αμερική πρέπει να βοηθήσει να αναβιώσει η αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν θέλει ο κόσμος να πιστέψει ότι οι σπόροι της σημερινής σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία φυτεύτηκαν το 2008. Σε μια σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι εκείνο το έτος, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ εξέτασαν τα αιτήματα της Γεωργίας και της Ουκρανίας για ένταξη στην συμμαχία. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και πολλά από τα νεότερα μέλη του ΝΑΤΟ υποστήριξαν σθεναρά την προώθηση της προετοιμασίας της Γεωργίας και της Ουκρανίας για πιθανή μελλοντική ένταξη, άλλα μέλη -με επικεφαλής την Γερμανία και την Γαλλία- αντιτάχθηκαν στην ιδέα. Μια διχασμένη συμμαχία προώθησε έναν συμβιβασμό που υποσχόταν και στις δύο χώρες ότι μια μέρα θα εντάσσονταν στο ΝΑΤΟ, αλλά αρνήθηκε να υποστηρίξει ένα σχέδιο για να τις προετοιμάσει να το κάνουν. Η δήλωση της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου αποδείχθηκε βαθιά επιζήμια για το ΝΑΤΟ, για τις δύο υποψήφιες χώρες, και για τις σχέσεις του ΝΑΤΟ με την Ρωσία.
Αλλά ούτε το αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής του Βουκουρεστίου ούτε η γεωγραφική εμβέλεια της συμμαχίας είναι ο πραγματικός λόγος που η Ρωσία έχει συσσωρεύσει περισσότερους από 100.000 στρατιώτες στα ουκρανικά σύνορα. Ο πραγματικός στόχος του Πούτιν είναι να περιορίσει την ικανότητα της Ουκρανίας και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης να ελέγχουν τη μοίρα τους. [Ο Πούτιν] θέλει να αρνηθεί στην Ουκρανία την ανεξαρτησία της και την ικανότητά της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, γενικότερα, να ευθυγραμμιστεί με την Δύση. Θέλει επίσης να εμποδίσει την Ουκρανία να γίνει μια επιτυχημένη δημοκρατία, γιατί αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πολιτικό μοντέλο στην διπλανή πόρτα της Ρωσίας το οποίο φοβάται ότι θα μπορούσε να εμπνεύσει τους δικούς του πολίτες. Γι’ αυτό ο Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία και προσάρτησε την Κριμαία το 2014 και γι’ αυτό έχει χορηγήσει και υποστηρίξει τους αντάρτες στην περιοχή της Ντονμπάς τα τελευταία οκτώ χρόνια. Θέλει να γυρίσει το ρολόι πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πριν από τότε που το ΝΑΤΟ πρόσθεσε νέα μέλη από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη -αν όχι στα τέλη της δεκαετίας του 1980, πριν η Σοβιετική Ένωση διαλυθεί και η Μόσχα κυριαρχήσει σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν μπορούν να το αφήσουν να συμβεί. Αντιμέτωποι με την ρωσική επιθετικότητα, πρέπει να σταθούν όρθιοι και να σταθούν ενωμένοι. Αλλά πρέπει επίσης να κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να αποφύγουν έναν πόλεμο. Αυτό θα απαιτήσει δημιουργική πολυμερή διπλωματία —παρά την επιθυμία της Μόσχας να αντιμετωπίσει απευθείας την Ουάσιγκτον. Οι συνομιλίες πρέπει να εστιάσουν στην ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής διάρθρωσης ασφάλειας που προέκυψε από την πρώτη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (Conference on Security and Cooperation in Europe), που πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι το 1975. Εκεί, το ΝΑΤΟ, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες συνήψαν την Τελική Πράξη του Ελσίνκι (Helsinki Final Act), η οποία κατοχύρωσε τις αρχές ότι τα σύνορα δεν πρέπει να αλλάζουν με την βία και ότι οι χώρες είναι ελεύθερες να επιλέγουν τις δικές τους συμμαχίες. Η Τελική Πράξη οδήγησε σε δεκαετίες διπλωματίας που παρήγαγαν συμφωνίες για τον έλεγχο των όπλων και άλλα ζητήματα ασφάλειας, τα οποία συνέβαλαν στη μείωση των εντάσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Αλλά αυτές οι συμφωνίες έχουν σχεδόν όλες εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια. Ήρθε η ώρα να αποκατασταθούν και να μεταρρυθμιστούν για την σημερινή εποχή και να αναβιώσει η προσέγγιση της διπλωματίας που βοήθησε στο να εμποδιστεί ο Ψυχρός Πόλεμος να γίνει θερμός.
ΚΑΛΛΙΟ ΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Η ιδέα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ γράφτηκε στην Συνθήκη που δημιούργησε την συμμαχία το 1949. Το άρθρο 10 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (North Atlantic Treaty) ορίζει ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να προσκληθούν να συμμετάσχουν στην συμμαχία εάν μπορούν «να συμβάλουν στην ασφάλεια της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού». Πολύ πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ προσέφερε την ένταξη στην Ελλάδα και στην Τουρκία, το 1952, για να ενισχύσει τη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, έφερε την Δυτική Γερμανία, το 1955, για να διασφαλίσει ότι ο επανεξοπλισμός της χώρας θα γινόταν υπό αυστηρή επίβλεψη και έλεγχο, και πρόσθεσε την Ισπανία το 1982 για να την βοηθήσει να εδραιώσει την δημοκρατία της μετά την πτώση του δικτάτορά της, του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο. Και το 1990, η Ουάσιγκτον εξασφάλισε την συναίνεση της Μόσχας για να κρατήσει σταθερά την Γερμανία στο ΝΑΤΟ μετά την ένωσή της, με τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να αναγνωρίζει ότι η Τελική Πράξη έδωσε στις χώρες την ελευθερία να επιλέγουν τις δικές τους συμμαχίες.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επακόλουθη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της Σοβιετικής Ένωσης, τα πρόσφατα απελευθερωμένα και ανεξάρτητα κράτη της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης επιδίωξαν την ασφάλεια και την ευημερία που απολάμβαναν οι Δυτικοί γείτονές τους και υπέβαλαν αίτηση να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ εξάρτησαν την ένταξη των αιτούντων από την πραγματοποίηση εκτεταμένων πολιτικών και οικονομικών αλλαγών, παρέχοντάς τους έτσι ένα ισχυρό κίνητρο να μετατραπούν σε, βασισμένες στην αγορά, δημοκρατίες. Η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Ουγγαρία, και η Πολωνία ήταν οι πρώτες [χώρες] που ικανοποίησαν τα κριτήρια και εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 1999. Τις ακολούθησαν άλλες επτά χώρες το 2004, συμπεριλαμβανομένων των τριών χωρών της Βαλτικής που είχαν ενσωματωθεί βίαια στην Σοβιετική Ένωση κατά την έναρξη του Παγκοσμίου Πολέμου II.
Μολονότι η Ρωσία συναίνεσε, αν και απρόθυμα, στην πρώτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, αυτή η στάση άλλαξε όταν η Γεωργία και η Ουκρανία αιτήθηκαν την ένταξη το 2007 στον απόηχο των δημοκρατικών επαναστάσεών τους. Στην σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι το επόμενο έτος, τα μέλη του ΝΑΤΟ πήραν τη μπερδεμένη απόφαση να υποσχεθούν ότι αμφότερες οι χώρες θα ενταχθούν στη συμμαχία, αλλά αρνήθηκαν να εγκρίνουν τις αιτήσεις για το σχέδιο δράσης της ένταξής τους (membership action plan, MAP), παρόλο που η διαδικασία θα χρειαζόταν πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί, και άφησαν ανοιχτή την τελική απόφαση για την ένταξη. Αντί να λύσει οτιδήποτε, ο συμβιβασμός τούς άφησε όλους δυσαρεστημένους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν να εξασφαλίσουν MAP για την Γεωργία και την Ουκρανία. Η Γερμανία δεσμεύθηκε για την ένταξη χωρών που πίστευε ότι μπορεί να μην πληρούσαν ποτέ τα κριτήρια. Η Γεωργία και η Ουκρανία έμειναν με μια υπόσχεση ένταξης, αλλά χωρίς συγκεκριμένα βήματα για να φτάσουν εκεί, πόσω μάλλον την δέσμευση ασφάλειας που συνεπαγόταν η ένταξη. Και η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια δήλωση του ΝΑΤΟ που υποσχόταν μελλοντική ένταξη στο ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και στην Γεωργία, αλλά μέχρι τότε απέκλειε αμφότερες από την συλλογική δέσμευση ασφάλειας της συμμαχίας.
Αυτό το τελευταίο σημείο έδωσε στη Μόσχα μια χρήσιμη ευκαιρία, την οποία ο Πούτιν άδραξε πρόθυμα. Η αποτροπή της ένταξης της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα γινόταν η κινητήριος δύναμη της πολιτικής της Ρωσίας προς τις δύο χώρες και θα δημιουργούσε μια προκατασκευασμένη δικαιολογία όποτε ο Πούτιν ήθελε να αυξήσει την πίεση σε αυτές.
ΜΙΑ ΒΟΛΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ
Η δήλωση του ΝΑΤΟ το 2008 έχει παράσχει στον Πούτιν μια βολική δικαιολογία, αλλά ήδη προσπαθούσε να υπονομεύσει και να εκφοβίσει την Ουκρανία και την Γεωργία, αφότου οι δημοκρατικές επαναστάσεις τους στα πρώτα χρόνια του εικοστού πρώτου αιώνα τον έκαναν να φοβηθεί τον αντίκτυπο των «Έγχρωμων Επαναστάσεων» στην λαβή της εξουσίας του. Όπως όλοι οι αυταρχικοί, ο Πούτιν φοβάται την ικανότητα των ανθρώπων να επιλέγουν ελεύθερα τους ηγέτες τους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τις ενέργειές του στο εσωτερικό. Έχει σχεδιάσει μια αλλαγή στο ρωσικό σύνταγμα ώστε να μπορεί να παραμείνει πρόεδρος μέχρι το 2036. Και έχει αποκόψει κάθε πιθανό μονοπάτι για να έρθει στην εξουσία ένας άλλος ηγέτης, όπως αποδείχθηκε από την υπονόμευση των εκλογών και την δηλητηρίαση και στην συνέχεια την φυλάκιση του κύριου ηγέτη της αντιπολίτευσης, Αλεξέι Ναβάλνι.
Πέρα από τα σύνορα της Ρωσίας, [ο Πούτιν] θέλει η Μόσχα, παρά το Κίεβο, να καθορίζει την μοίρα της Ουκρανίας, της στρατηγικά πιο σημαντικής πρώην σοβιετικής δημοκρατίας εκτός από την ίδια την Ρωσία. Οι προσπάθειες του Πούτιν να εκφοβίσει και να υπονομεύσει την Ουκρανία ξεκίνησαν πολύ πριν από την δήλωση του Βουκουρεστίου. Όταν η Πορτοκαλί Επανάσταση εμπόδισε τον υποστηριζόμενο από την Ρωσία, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, να κλέψει τις εκλογές το 2004, ο Πούτιν εξοργίστηκε που δεν πέτυχε το αποτέλεσμα που προτιμούσε και κατηγόρησε την Δύση για την ενθάρρυνση των ουκρανικών στάσεων υπέρ της δημοκρατίας. Το πρόβλημά του, λοιπόν, ήταν με τον ουκρανικό λαό και την ικανότητα της κυβέρνησής του να αποφασίζει την δική της πορεία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Η υπόσχεση του ΝΑΤΟ το 2008 ότι η Ουκρανία θα γίνει μέλος της συμμαχίας παρέχει μια χρήσιμη δικαιολογία στον Πούτιν να κάνει εκείνο που θα προσπαθούσε να κάνει ανεξάρτητα από την δήλωση. Αλλά [η υπόσχεση] του ΝΑΤΟ έχει συνεχείς συνέπειες: η υπόσχεση επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στα έγγραφα του ΝΑΤΟ, στις ομιλίες του ΝΑΤΟ, και στις συναντήσεις του ΝΑΤΟ με Ουκρανούς ηγέτες. Ως οργανισμός που λειτουργεί με την συναίνεση, η αλλαγή πορείας είναι δύσκολη, ιδίως όταν η υποβόσκουσα διαφωνία μεταξύ των συμμάχων παραμένει βαθιά. Όμως, μολονότι η διαφωνία του ΝΑΤΟ σημαίνει ότι η προοπτική για ένταξη της Ουκρανίας (και της Γεωργίας) στο ΝΑΤΟ παραμένει στην καλύτερη περίπτωση μακρινή, ο Πούτιν μπορεί να επισημαίνει την επαναλαμβανόμενη υπόσχεση ως την αιτία για τις συνεχείς απειλές του κατά της Ουκρανίας καθώς και για τις διαμαρτυρίες του για την Δύση. Ακόμη και χωρίς αυτήν [την υπόσχεση], ωστόσο, θα εξακολουθούσε να αισθάνεται την ανάγκη να αρνηθεί στο Κίεβο την ανεξαρτησία του και να καταστρέψει τις προσπάθειές του για την οικοδόμηση μιας επιτυχημένης δημοκρατίας, δεδομένης της απειλής για την εξουσία του που θα μπορούσε να εγείρει αυτό το παράδειγμα.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Την επόμενη εβδομάδα, Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι θα συναντηθούν στην Γενεύη για να συζητήσουν θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Μια συνεδρίαση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ – Ρωσίας (NATO – Russia Council) θα συγκληθεί στις Βρυξέλλες δύο ημέρες αργότερα, ακολουθούμενη από μια συνεδρίαση του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (Organization for Security and Cooperation in Europe) στις 13 Ιανουαρίου. Αυτές οι διπλωματικές υποχρεώσεις, που μπήκαν για πρώτη φορά στο τραπέζι από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, κατά την διάρκεια μιας τηλεδιάσκεψης με τον Πούτιν στις αρχές Δεκεμβρίου, στοχεύουν στην ανάπτυξη μιας εναλλακτικής οδού στην στρατιωτική αντιπαράθεση. Υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης: μολονότι το να αρνείται στην Ουκρανία την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, και την εδαφική της ακεραιότητα είναι σαφώς απαράδεκτο, η Ρωσία, όπως και κάθε άλλη χώρα, έχει δικαιολογημένες ανησυχίες για την ασφάλειά της.
Μολονότι στη Μόσχα δεν θα άρεσε τίποτα περισσότερο από το να διεξαχθούν οι συζητήσεις μόνο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνουν με πολυμερή τρόπο. Προς τιμήν της, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέμεινε σε αυτό, αναγνωρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συζητήσουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια χωρίς τους συμμάχους τους, ούτε μπορούν να αποφασίσουν για την ασφάλεια της Ουκρανίας χωρίς την Ουκρανία. Η Ρωσία θα έχει μια θέση στο τραπέζι —αλλά το ίδιο θα πρέπει [να έχει] και κάθε άλλη χώρα που την αφορά το αποτέλεσμα.
Η Ρωσία έχει ξεκαθαρίσει τις απαιτήσεις της μέσω της δημοσίευσης των προτεινόμενων Συνθηκών με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Μεγάλο μέρος του περιεχομένου αυτών των προσχεδίων είναι απαράδεκτο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, και την Ουκρανία -συμπεριλαμβανομένης της εγγύησης του ΝΑΤΟ ότι δεν θα προσκληθούν νέα μέλη να συμμετάσχουν και της απομάκρυνσης όλων των στρατιωτικών αναπτύξεων και υποδομών του ΝΑΤΟ από το έδαφος των 14 χωρών που έχουν ενταχθεί στην συμμαχία από το 1997 και μετά. Άλλες ιδέες, όπως μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας μεταξύ του αρχηγείου του ΝΑΤΟ και της Μόσχας και η απαγόρευση στρατιωτικών ασκήσεων σε παραμεθόριες περιοχές, αξίζει να συζητηθούν.
Ωστόσο, ο πυρήνας οποιωνδήποτε συζητήσεων μεταξύ του ΝΑΤΟ, της Ρωσίας, και άλλων ευρωπαϊκών χωρών θα πρέπει να εστιάσει στην ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής διάρθρωσης ασφάλειας που αναδύθηκε από την Διάσκεψη του Ελσίνκι για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη. Τις επόμενες δύο δεκαετίες, καθώς οι πολιτικές σχέσεις βελτιώθηκαν και ο Ψυχρός Πόλεμος έδωσε την θέση του στην συνεργασία για την ασφάλεια σε ολόκληρη την ήπειρο, τα μέρη συμφώνησαν σε μια σειρά Συνθηκών και Συμφωνιών που μεταμόρφωσαν την ευρωπαϊκή ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της Συνθήκης για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty, INF) που εξάλειψε τους πυρηνικούς πυραύλους εδάφους˙ την Συνθήκη για τις Συμβατικές Ένοπλες Δυνάμεις στην Ευρώπη (Conventional Armed Forces in Europe Treaty, CFE), η οποία περιόρισε τις αναπτύξεις συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη˙ την Συνθήκη για τους Ανοικτούς Ουρανούς (Treaty on Open Skies), η οποία προβλέπει αυξημένη διαφάνεια στις άοπλες αναγνωριστικές πτήσεις˙ και τα αποκαλούμενα Έγγραφα της Βιέννης (Vienna Documents), τα οποία περιόρισαν τις στρατιωτικές δραστηριότητες, επέβαλλαν την ανταλλαγή πληροφοριών για στρατιωτικά στοιχεία και απαίτησαν την εκ των προτέρων ειδοποίηση για σημαντικές μετακινήσεις στρατευμάτων. Οι διατάξεις αυτών των Συμφωνιών για την εξακρίβωση και την επιθεώρηση εξάλειψαν την πιθανότητα ότι οποιαδήποτε χώρα θα μπορούσε να μπορούσε να εμπλακεί σε μεγάλης κλίμακας χρήση στρατιωτικής δύναμης χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια αυτή η αρχιτεκτονική ασφαλείας έχει ουσιαστικά καταρρεύσει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμβάλλει στην επιδείνωσή της αποχωρώντας από ορισμένες Συνθήκες για να προωθήσουν τα δικά τους αντιληπτά συμφέροντα και από άλλες επειδή η Μόσχα απέτυχε να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες της Ουάσιγκτον σχετικά με την συμμόρφωση της Ρωσίας. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, ωστόσο, βαρύνει τη Μόσχα, η οποία για περισσότερες από δύο δεκαετίες δεν έχει ανταποκριθεί σε πολλές από τις υποχρεώσεις της βάσει αυτών των Συμφωνιών. Κατασκεύασε και ανέπτυξε πυρηνικό πύραυλο εδάφους κατά παράβαση της Συνθήκης INF, ανέστειλε την συμμετοχή της στην Συνθήκη CFE, παρέκαμψε την Συνθήκη για τους Ανοικτούς Ουρανούς, και έπαψε να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των Εγγράφων της Βιέννης.
Ως αποτέλεσμα, η ασφάλεια στην Ευρώπη σήμερα είναι πιο επισφαλής από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το ΝΑΤΟ, και άλλα κράτη στην Ευρώπη πρέπει να επανοικοδομήσουν τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ασφάλειας γύρω από τις βασικές αρχές που καθιερώθηκαν τότε. Η Ρωσία έχει το δικαίωμα να μην φοβάται μια εισβολή από την Δύση. Τα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν το δικαίωμα να μην φοβούνται μια εισβολή από την Ρωσία. Και η Ουκρανία έχει το δικαίωμα να επιδιώκει ένα δημοκρατικό μέλλον, απαλλαγμένο από την ρωσική παρέμβαση και τον εκφοβισμό. Αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα θα ήταν ευκολότερο να διατηρηθούν αν αποκαθίστατο η αρχιτεκτονική του Ελσίνκι. Θα είναι δύσκολο να γίνει. Όμως, όπως έδειξε ο Ψυχρός Πόλεμος, ακόμη και οι πιο σκληροί αντίπαλοι μπορούν να βρουν τρόπους να αποτρέψουν το εφιαλτικό σενάριο του πολέμου των μεγάλων δυνάμεων να επιστρέψει στην Ευρώπη.